-
1 κλαμαρός
-
2 κλαμαρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλαμαρός
-
3 κλαμαράν
κλαμαρά̱ν, κλαμαρόςfem acc sg (attic doric aeolic) -
4 κλαμαράν
Grammatical information: acc. sg. f?Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Belonging to the same semantic and emotional group as κλαδαρός (s. v.), κλαμαρός has the appearance of a popular innovation, so that the comparison with Skt. klā́myati `get tired' (see Mayrhofer KEWA s. v.) a. o. (Pok. 602f., W.-Hofmann s. clēmēns) is endangered.Page in Frisk: 1,865Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλαμαράν
См. также в других словарях:
κλαμαρός — κλαμαρός, ά, όν (Α) 1. κλαδαρός* 2. (κατά τον Ησύχ.) «κλαμαράν πλαδαράν, ἀσθενῆ». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. klāmyati «κουράζομαι» είναι πολύ παρακινδυνευμένη. Πρόκειται ίσως για λαϊκή παραλλαγή τού κλαδαρός] … Dictionary of Greek
κλαμαράν — κλαμαρά̱ν , κλαμαρός fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)