Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κλόν-ος

См. также в других словарях:

  • СИССИТИИ —    • Συσσίτια,          общие обеды у дорян, называвшиеся у спартанцев φειδίτια, вероятно, от господствовавшей в них бережливости, умеренности и простоты, по объяснению же других, φειδίτια = Fιδίτια, следовательно, заседания (от ίζω). Этот обычай …   Реальный словарь классических древностей

  • свёкла — A сущ см. Приложение II свёклы мн. свёклы свёкол Как спелый помидор со свёклой, хозяева соседних гряд, румяный Фёдор с белой Фёклой на лавке рядышком сидят. Л. Н. Василь …   Словарь ударений русского языка

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • κατακλονίζω — (Μ) συνταράσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. κατ ε κλόν ησ α τού κατακλονῶ «συνταράσσω», κατὰ το σχήμα κατ ε δρόσ ισα: κα τα δροσ ίζω (πρβλ. και ηρεμ ίζω ηρεμ ώ, οχλ ίζω οχλώ)] …   Dictionary of Greek

  • κλόνις — κλόνις, ιος, ἡ (Α) 1. το ιερό οστό 2. η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα klou ni «ισχίο, γλουτός» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. śroni, το αβεστ. sraoniš, το λατ. clunis, το ιρλδ. cluain και το λιθουαν. šlaunis. Πρόβλημα, ωστόσο, παρουσιάζει ο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»