-
1 κλιμακις
- ίδος ἥ1) лесенка Polyb.2) климакида, «живая подножка» (о женщинах с о-ва Кипр, которые, оказавшись в Сирии, из раболепства склонялись у царских колесниц так, чтобы по нам сирийские царицы могли подниматься в экипаж) Plut. -
2 κλῑμακίς
-
3 κλιμακίς
κλιμακίςsmall ladder: fem nom sg -
4 κλῑμακίς
κλῑμακίς, ίδος, ἡ, kleine Leiter oder Treppe; bes. am Schiffe; 5 Frauen, welche auf ihren Rücken die Königinn in den Wagen steigen ließen -
5 κλιμακίς
2 woman who makes a stepladder of herself, by letting persons step on her back to mount a carriage, Plu.2.50d, Ath.6.256d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιμακίς
-
6 κλιμακίδα
κλιμακίςsmall ladder: fem acc sg -
7 κλιμακίδας
κλιμακίςsmall ladder: fem acc pl -
8 κλιμακίδες
κλιμακίςsmall ladder: fem nom /voc pl -
9 κλιμακίδι
κλιμακίςsmall ladder: fem dat sg -
10 κλιμακίδος
κλιμακίςsmall ladder: fem gen sg -
11 climacis
-
12 climacis
Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > climacis
-
13 κλιμάκιον
Aκ. ξύλινον περίχρυσον ὄφεσιν ἀργυροῖς διεζωμένον IG11(2).161
B35 (Delos, iii B.C.), cf. PLond.3.1164 (h) 9 (iii A.D.).2 = κλιμακτήρ 1, Heliod. ap.Orib.48.60.1.3 bier, Hsch. s.v. κλιματοφόρος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιμάκιον
-
14 κολακίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολακίς
См. также в других словарях:
κλιμακίς — small ladder fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίδα — κλιμακίς small ladder fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίδας — κλιμακίς small ladder fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίδες — κλιμακίς small ladder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίδι — κλιμακίς small ladder fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίδος — κλιμακίς small ladder fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίδα — η (Α κλιμακίς, ίδος) 1. μικρή σκάλα, σκαλίτσα («προσθεὶς τὰς κλιμακίδας τοῖς τείχεσι κατεπείραζε τῆς πόλεως», Πολ.) 2. η κλίμακα πλοίου η οποία οδηγεί στο κύτος ή στην αποβάθρα αρχ. 1. (ως σκωπτικό επίθ.) γυναίκα η οποία σκύβοντας έβαζε την πλάτη … Dictionary of Greek
κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… … Dictionary of Greek