-
1 κλιμακτηρ
-
2 κλῑμακτήρ
κλῑμακτήρ, ῆρος, ὁ, Stufe einer Treppe, Leitersprosse; πλήσασα κλιμακτῆρας εὐσφύρου ποδός Eur. Hel. 1586; Hippocr. u. Sp., auch übertr., ein Abschnitt, ein gefahrvoller Absatz im Leben des Menschen, ein Stufenjahr, Plin. 7, 49, Gell. 3, 10. 15, 7. – Die Formen κλειμακτήρ u. κλημακτήρ sind als falsch zu betrachten.
-
3 κλῑμακτήρ
κλῑμακτήρ, ῆρος, ὁ, Stufe einer Treppe, Leitersprosse; auch übertr., ein Abschnitt, ein gefahrvoller Absatz im Leben des Menschen, ein Stufenjahr -
4 κλιμακτήρ
κλῑμακτήρ, κλιμακτήρrung of a ladder: masc nom sg -
5 κλιμακτήρ
(-ήρος) ο1) ступенька; 2) марш (лестницы) -
6 κλιμακτήρ
A rung of a ladder, E.Hel. 1570, Ar.Fr. 277, Hp. Art.78, IG22.244.80, 11(2).203A43 (Delos, iii B.C.).II Astrol., critical point in human life, determined by multiples of 7, as 35, 49, 63, Varr. ap. Gell.3.10.9, Epist.Aug.ib.15.7.3, Vett.Val.143.9, Ptol. Tetr. 141, Heph.Astr.1.1, etc.;κ. ἑβδοματικοί Theol.Ar.53
: generally, danger, Anon. ap. Suid.s.v. ἐγκοπή.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιμακτήρ
-
7 κλιμακτήρ,-ῆρος
ὁ N 3 0-0-6-0-0=6 Ez 40,22.26.31.34.37 -
8 climacter
clīmactēr, ēris, Akk. ēra, Akk. Plur. ēras, m. (κλιμακτήρ, Stufenleiter), eine gefahrvolle Epoche im menschlichen Leben (nach dem Glauben der Alten die Jahre 7, 14, 21, 28 usw.), das Wechseljahr, Plin. 7, 161. Gell. 3, 10, 9. Censor. 14. § 11 u. 14; 15, 1. Firm. math. 4, 14.
-
9 κλιμακτήρα
-
10 κλιμακτῆρα
-
11 κλιμακτήρας
-
12 κλιμακτῆρας
-
13 κλιμακτήρες
-
14 κλιμακτῆρες
-
15 κλιμακτήρι
-
16 κλιμακτῆρι
-
17 κλιμακτήρος
-
18 κλιμακτῆρος
-
19 κλιμακτήρσι
-
20 κλιμακτῆρσι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλιμακτήρ — κλῑμακτήρ , κλιμακτήρ rung of a ladder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Климактерий (ботаника) — У этого термина существуют и другие значения, см. Климактерий. Климактерий (от др. греч. κλιμακτήρ ступень лестницы) временный резкий подъём дыхания у плодов в конце их созревания. Наблюдается у большинства плодов, за исключением… … Википедия
восход — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. κλιμακτήρ) ступень лестницы. … … Словарь церковнославянского языка
Climaterio — (Del gr. klimakter, escalón < klimax, escala.) ► sustantivo masculino FISIOLOGÍA Etapa de la vida en que se manifiesta la decadencia de la actividad sexual y de todas las funciones del organismo. * * * climaterio (del gr. «klimaktḗr», escalón) … Enciclopedia Universal
κλιμακτήρας — ο (AM κλιμακτήρ, ῆρος) σκαλί σκάλας, σκαλοπάτι, βαθμίδα, αναβαθμός («ἐν ἑπτά κλιμακτῆρσιν ἀνέβαινον ἐπ αὐτόν», ΠΔ) νεοελλ. το τμήμα κλίμακας που ενώνει δύο πλατύσκαλα μσν. αρχ. μτφ. 1: στάδιο, βαθμίδα («τὰ των πειρασμῶν πάθη κλιμακτήρας… … Dictionary of Greek
κλιμακτήριος — Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μια γυναίκα μεταβαίνει από τα αναπαραγωγικά στα μη αναπαραγωγικά χρόνια της. Βλ. λ. εμμηνόπαυση. * * * ο θηλ. και α [κλιμακτήρ] (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η κλιμακτήριος και το κλιμακτήριο η εποχή τής… … Dictionary of Greek
κλιμακτηρίζω — και κλιμακτηρίζομαι (Α) [κλιμακτήρ] εισέρχομαι στον κλιμακτηριακό* ενιαυτό, διέρχομαι την πιο κρίσιμη περίοδο τής ζωής … Dictionary of Greek
κλιμακτηρικός — ή, ό (Α κλιμακτηρικός, ή, όν) [κλιμακτήρ) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιμακτήρα 2. αυτός που φέρνει στη ζωή αλλαγή φυσιολογικής κατάστασης, κρίσιμος, επικίνδυνος («κλιμακτηρικὴ ὑπάντησις», Πτολ.) νεοελλ. φρ. «κλιμακτηρική περίοδος» η… … Dictionary of Greek
ՍԱՆԴՈՒՂՔ — (դղոց. եւ ՍԱՆԴՈՒԽՔ, դխոց.) NBH 2 0693 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c գ. ՍԱՆԴՈՒՂՔ եւ ՍԱՆԴՈՒԽՔ. κλίμαξ scala κλιμακτήρ gradus scalae. Գտանի գրեալ եւ ՍԱՆԴՈՒՂ, եւ որպէս ռմկ. ՍԱՆԴՈՒՂԴ, ՍԱՆԴՈՒԽՏ. (որպէս սանտրաձեւ ուղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κλιμακτῆρα — κλῑμακτῆρα , κλιμακτήρ rung of a ladder masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακτῆρας — κλῑμακτῆρας , κλιμακτήρ rung of a ladder masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)