-
1 κλιμακις
- ίδος ἥ1) лесенка Polyb.2) климакида, «живая подножка» (о женщинах с о-ва Кипр, которые, оказавшись в Сирии, из раболепства склонялись у царских колесниц так, чтобы по нам сирийские царицы могли подниматься в экипаж) Plut.
См. также в других словарях:
κλιμακίς — small ladder fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίδα — κλιμακίς small ladder fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίδας — κλιμακίς small ladder fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίδες — κλιμακίς small ladder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίδι — κλιμακίς small ladder fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίδος — κλιμακίς small ladder fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίδα — η (Α κλιμακίς, ίδος) 1. μικρή σκάλα, σκαλίτσα («προσθεὶς τὰς κλιμακίδας τοῖς τείχεσι κατεπείραζε τῆς πόλεως», Πολ.) 2. η κλίμακα πλοίου η οποία οδηγεί στο κύτος ή στην αποβάθρα αρχ. 1. (ως σκωπτικό επίθ.) γυναίκα η οποία σκύβοντας έβαζε την πλάτη … Dictionary of Greek
κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… … Dictionary of Greek