Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κλεπτίδης

См. также в других словарях:

  • κλεπτίδης — κλεπτίδης, ὁ (Α) (κωμικό πατρών. τού κλέπτης) ο γιος τού κλέφτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + κατάλ. ίδης, δηλωτική τής καταγωγής (πρβλ. λαγωίδης, τυδε ΐδης)] …   Dictionary of Greek

  • κλεπτίδης — Son of a Thief masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»