-
61 κλειτού
-
62 κλειτοῦ
-
63 κλειτώ
-
64 κλειτῷ
-
65 κλειτάν
κλειτά̱ν, κλειτόςrenowned: fem acc sg (doric aeolic) -
66 κλειτάς
κλειτά̱ς, κλειτόςrenowned: fem acc pl -
67 κλείτα
κλείτᾱ, κλεῖτοςneut nom /voc /acc pl (doric aeolic) -
68 δουρικλειτός
δουρῐ-κλειτός, ον,A famed for the spear, Homeric epith. of heroes, Il.5.55, Od.15.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουρικλειτός
-
69 κλῖτος
-
70 ναυσικλειτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυσικλειτός
-
71 πάγκλειτος
πάγ-κλειτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγκλειτος
-
72 πολύκλειτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύκλειτος
-
73 συγκλείς
συγκλείς, κλεῖτος, ἡ (i.e. συγκλής, κλῆτος), Thess. for σύγκλητος, ἡ, IG9(2).517.10 (Larissa, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκλείς
-
74 ἀγακλειτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγακλειτός
-
75 ἀγακλυτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγακλυτός
-
76 ἀγακλειτός
ἀγα-κλειτός: highly renowned, famous, epith. of men, of a Nereid, Il. 18.45, and of hecatombs.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγακλειτός
-
77 δουρικλειτός
δουρι - κλειτός and δουρι - κλυτός: renowned in the use of the spear.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δουρικλειτός
-
78 ναυσικλειτός
ναυσι-κλειτός: renowned for ships, Od. 6.22†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ναυσικλειτός
-
79 τηλεκλειτός
τηλε - κλειτός: far - famed, wide-renowned.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τηλεκλειτός
-
80 δόρυ
Grammatical information: n.Other forms: Gen. δόρατος (Att.), δορός (trag.), δουρός and δούρατος (Hom.), du. δοῦρε (Hom.), pl. δόρατα, δοῦρα, δούραταCompounds: As first member in several compounds (many PN) beside δορυ- ( δορατο-, δουρο-) also δο(υ)ρι-, as dativ (instrumental) in δουρι-κλειτός etc., also analog. without casefunction. Note δορυ-σσόος `throwing a spear' (Hes. Sc. 54; to σείω, Wackernagel Glotta 14, 54), δουρηνεκές \< *δορϜ-ηνεκές adv. `a spear throw far' (Κ 357, to ἐνεγκεῖν, cf. διηνεκής and Hermann Gött. Nachr. 1943, 612f., Trümpy 52ff.). - Also δωρι- in PN, e. g. in Δωρί-μαχος (Dor., Boeot.), Δωρι-κλῆς (Arc., Dor.); also ἀσχέ-δωρος, s. v. From - δορϜ-ος is possible for Doric further through loans?Derivatives: Dimin. δοράτιον (Hdt.), δορύδιον (auct. ap. Orib. 47, 17, 5), δορύλλιον (Suid.); adj. δουράτεος `wooden' (Od.; of ἵππος etc.), also δούρειος (E. Tr. 14), δούριος (Ar. Av. 1128), δορήϊος (AP 15, 14), ep. reminiscenses, Schulze Q. 102 n., 516; cf. Schwyzer 468. - Denomin. δορατίζομαι `fight with spear' (H.) with δορατισμός (Plu.). - Uncertain δορά (\< *δορϜ-ά) = δοκός s.v. - PN Δορύλαος, Δορίμαχος; with lengthening on loss of F: Δωρίμαχος, Δωρικλῆς. Short names: Δοῦρις, Δορίης usw.Etymology: With Skt dā́ru, Av. dāuru `wood' identical, and in Hitt. taru `wood', also in Toch. AB or `id.' with unexplained loss of the d- (cf. on δάκρυ). IE * doru, gen. * dreus. Beside this old matter-indicating neuter there is a feminine word for `tree, oak', δρῦς, s. v. Cf. δρυμά and δένδρεον.Page in Frisk: 1,411-412Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δόρυ
См. также в других словарях:
Κλειτός — renowned masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειτός — renowned masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλεῖτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεῖτος — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο … Dictionary of Greek
κλειτός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο … Dictionary of Greek
Κλείτος — Sp Klitas Ap Κλείτος/Kleitos L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κύρου-Κλείτος, Δημήτριος — (Θεσσαλονίκη 1921 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε στη σχολή νομικών και οικονομικών επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος (1951 83). Διετέλεσε επίσης γενικός γραμματέας του Κρατικού Θεάτρου… … Dictionary of Greek
κλειτῶν — κλεῖτος neut gen pl (attic epic doric) κλειτός renowned fem gen pl κλειτός renowned masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείτει — κλεῖτος neut nom/voc/acc dual (attic epic) κλείτεϊ , κλεῖτος neut dat sg (epic ionic) κλεῖτος neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειτόν — κλειτός renowned masc acc sg κλειτός renowned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)