-
1 συγκλείς
συγκλείς, κλεῖτος, ἡ (i.e. συγκλής, κλῆτος), Thess. for σύγκλητος, ἡ, IG9(2).517.10 (Larissa, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκλείς
-
2 σύγκλητος
σύγ-κλητος, ον,A called together, summoned, (lyr.);σύγκλητον τήνδε γερόντων.. λέσχην S.Ant. 160
(anap.); οἱ ς. invited guests, Poll.6.12.II σ. ἐκκλησία at Athens, an assembly specially summoned, opp. κυρία, Decr. ap. D.18.37, cf. 73, IG22.945.5 (ii B.C.).2 generally, σύγκλητος (sc. βουλή), ἡ, summoned council, opp. ἐκκλησία, Arist.Pol. 1275b8; at Carthage, Plb.10.18.1; in the Achaean League, Id.29.24.6, IG7.411.13 (Oropus, ii B.C.); freq. of the Roman Senate, Plb.21.1.3, al., Str.3.4.20, D.S.4.83, etc., and in Inscrr., as SIG591.68 (Lampsacus, ii B.C.), 785.12 (Chios, i A.D.), etc.; personified, θεὸς Σ. OGI479.4 (Dorylaeum, ii A.D.): cf. συγκλείς.3 πρὸς τὴν ς. dub. sens. in PTeb.5.197 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγκλητος
См. также в других словарях:
συγκλείς — εῑτος, ἡ, Α (θεσσαλ. τ.) βλ. σύγκλητος … Dictionary of Greek
σύγκλητος — Νομοθετικό και διοικητικό σώμα διάφορων πολιτειών και κυρίως η ρωμαϊκή γερουσία (senatus). Στην αρχαία Αθήνα Σ. λεγόταν, η έκτακτη σύνοδος της εκκλησίας του δήμου (σύγκλητος εκκλησία). Σ. λέγεται σήμερα το ανώτατο διοικητικό σώμα από καθηγητές… … Dictionary of Greek