Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κλειδῶν

  • 1 κλειδών

    κλείς
    clavis: fem gen pl
    κλειδόω
    lock up: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    κλειδόω
    lock up: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    κλειδόω
    lock up: pres part act masc nom sg
    κλειδόω
    lock up: pres inf act (doric)

    Morphologia Graeca > κλειδών

  • 2 κλειδῶν

    κλείς
    clavis: fem gen pl
    κλειδόω
    lock up: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    κλειδόω
    lock up: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    κλειδόω
    lock up: pres part act masc nom sg
    κλειδόω
    lock up: pres inf act (doric)

    Morphologia Graeca > κλειδῶν

  • 3 κλείδων

    κλείς
    clavis: fem gen pl
    κλειδόω
    lock up: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    κλειδόω
    lock up: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > κλείδων

  • 4 ἐπ-ωμίς

    ἐπ-ωμίς, ίδος, ἡ, die Oberschulter, der obere Thet; der Schulter, wo sich die Schlüsselbeine mit dem Schulterblatte vereinigen, Medic.; u. nach Arist. H. A. 1, 12 τὸ ὀπίσϑιον αὐχένος μόριον, Physiogn. 6; Medic. Bei Dichtern die Schultern selbst, γυμνὰς ἐκ χειρῶν ἐπωμίδας κώπῃ προςαρμόσαντες Eur. I. T. 1404; πέπλους ἐξ ἄκρας. ἐπωμίδος ἔῤῥηξε Hec. 558; κλειδῶν καὶ ἐπωμίδων Xen. Mem. 3, 10, 13; vgl. Achaeuz bei Ath. IX, 414, d. – Bei Archimel. 1 ( App. 15) heißt der Obertheil des Schiffes so. – Auch ein Unterkleid der Frauen, φ αίνουσα μαστὸν λελυμένης ἐπωμίδος cοmic, bei Ath. XIII, 608 b; vgl. Poll. 7, 49; auch der Sklaven, i, d. 4, 119; vgl. Apollod. Car. E. M. 311, 8.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐπ-ωμίς

  • 5 ὑπο-βολή

    ὑπο-βολή, , die Handlung des ὑποβάλλω, – 1) das Darunterwerfen, Unterlegen, λίϑου Luc. salt. 37; ἐνεδρευόντων, das Hineinlegen der Nachstellenden in einen Hinterhalt, die verborgene Stellung eines Hinterhaltes, Pol. 3, 105, 1; ἐξ ὑποβολῆς, aus dem Hinterhalt, 15, 2, 12; das Unterschieben, bes. fremder, unächter Kinder, τέκνων Plat. Rep. VII, 538 a; Plut. Rom. 22; ὑποβολῆς γράφεσϑαί τινα, Einen der unächten Geburt anklagen, B. A. 312; dah. übh. Verfälschung, κλειδῶν, das Nachahmen der Schlüssel, Plut. Rom. 22. – 2) das unter den Fuß, an die Hand Geben, Vorsagen, ἐξ ὑποβολῆς ὀμνύναι, einen vorgesprochenen Eid schwören, Polemo bei Macrob. Sat. 5, 19; die Eingebung, Warnung, der Rath, ἐξ ὑποβολῆς, auf vorangegangene Verwarnung, Xen. Cyr. 3, 3, 37; Pol. 9, 24, 3. – 3) das Einfallen in die Rede, Unterbrechung, Erwiderung; dah. ἐξ ὑποβολῆς ῥαψῳδεῖσϑαι, singen, indem da, wo der Eine aufhört, der Andere sogleich anknüpft und fortfährt, D. L. 1, 57, wie ἐξ ὑπολήψεως, s. Wolf proleg. p. CXLI. – 4) die untergelegte Sache, Grundlage, ὑποβολὰς κατατίϑεσϑαι Plut. fort. Rom. 8; auch Gegenstand der Behandlung, z. B. λόγου, Stoff einer Rede, = ὑπόϑεσις, Luc. Dem. enc. 21. – Auch natürliche Anlage, Musonius bei Stob. ecl. 2 p. 428.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ὑπο-βολή

  • 6 υποβολη

        ἥ
        1) подкладывание, тж. подстилка (sc. τῶν στρομάτων Plat.)
        2) подбрасывание, подмена
        

    λίθου ὑ. Luc. — подмена (новорожденного Зевса) камнем;

        ἥ (sc. τῶν τέκνων) ὑ. Plat., Plut.подмена или подкидывание детей

        3) подделывание, подделка
        

    (τῶν κλειδῶν Plut.)

        4) показывание, указание, внушение
        

    ἐξ ὑποβολῆς Xen. — на основании указания, благодаря совету;

        ἐξ ὑποβολῆς ῥαψῳδεῖν Diog.L.подхватывать песнь

        5) засада
        

    τῶν ἑνεδρευόντων ὑ. Polyb. — сидящие в засаде;

        ἐπανάγεσθαι τρισὴν τριήρεσιν ἐξ ὑποβολῆς Polyb.совершать нападение из засады тремя триерами

        6) основа, основание
        7) предмет или материал

    Древнегреческо-русский словарь > υποβολη

  • 7 подобрать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подобранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -о.
    1. περισυλλέγω, περιμαζεύω, συμμαζεύω παίρνω• σηκώνω•

    подобрать раненых с поля сражения περισυλλέγω τους τραυματίες από το πεδίο της μάχης.

    || παίρνω μαζί μου (κάτι παρατημένο, πεταμένο). || παίρνω μαζί μου καθ οδόν (οδο ιπόρο κ.ι;τ.).
    2. παίρνω κρύβω συμμαζεύω•

    подобрать ноги συμμαζεύω τα πόδια.

    || τραβώ, σφίγγω προς τα μέσα•

    подобрать губы σουφρώνω τα χείλη.

    || τεντώνω•

    -вожжи σφίγγω (τραβώ) τα χαλινά.

    3. αναδιπλώνω, ανασηκώνω, μαζεύω.
    4. διαλέγω επιλέγω•

    подобрать костюм διαλέγω κοστούμι•

    подобрать клеи к замку διαλέγω κλειδί (που να ταιριάζει) για την κλείδων ιά.

    || συγκεντρώνω (το απαιτούμενο)•

    подобрать все материалы συγκεντρώνω όλα τα υλικά.

    1. διαλέγομαι, επιλέγομαι γίνομαι, σχηματίζομαι•

    коллекция -лась постепенно η συλλογή έγινε βαθμηδόν.

    2. κρυφοπλησιάζω.
    3. χώνομαι, μπαίνω, εισέρχομαι.
    4. σοβαροποιού-μαι, κορδώνομαι.
    5. συστέλλομαι, μαζεύομαι, κουβαριάζομαι.
    6. (απλ.) τελειώνω•

    мука у хозяйки уж вся -лась όλο το αλεύρι της νοικοκυράς τελείωσε πια.

    Большой русско-греческий словарь > подобрать

  • 8 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 9 тыкать

    тычу, тычешь
    κ. тыкаю
    -аешь,
    επιρ. μτχ. тыча
    κ. тыкая ρ.δ.
    1. μπήγω, χώνω•

    тыкать колья в землю μπήγω πασσάλους στη γη.

    || χτυπώ• σκουντώ•

    тыкать пальцем σκουντώ με •το δάχτυλο.

    || κουνώ το δάχτυλο ή το χέρι, χειρονομώ.
    2. μ. κ. αμ. χτυπώ, δέρνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.) δακτυλοδεικτώ.
    4. εισάγω, βάζω μέσα•

    тыкать топор за пояс χώνω το τσεκούρι στο ζωνάρι•

    тыкать ключом в замок βάζω το κλειδί στην κλείδων ιά.

    || στέλλω, κατευθύνω. || μεταδίνω (ρίχνω) όπως-όπως, όπως λάχει.
    εκφρ.
    тыкать (свой) нос – χώνω τη μύτη (μούρη) μου (επεμβαίνω)•
    тыкать юсом кого во что – επίμονα κάνω κάποιον να δει το λάθος του, την πράξη του•
    тыкать в глаза или в нос – χώνω στα μάτια ή στη μύτη (συνεχώς υπενθυμίζω κάτι), μέμφομαι, κατηγορώ.
    1. μπήγομαι, χώνομαι•

    стрела -ется в дерево το βέλος μπήγεται στο δέντρο.

    2. αλληλοχτυπιέμαι με αιχμηρά όργανα.
    3. σκουντώ• χτυπώ με αιχμηρό όργανο.
    4. περιφέρομαι ανήσυχα•

    всюду -ется, а дела не делает παντού χώνεται και τίποτε δεν κάνει.

    5. ανακατεύομαι, επεμβαίνω. || μτφ. απευθύνομαι, καταφεύγω, επικαλούμαι.
    εκφρ.
    тыкать носомβλ. клевать носом (λ. клевать).
    -аю, -аешь κ. тычу, тычешь
    ρ.δ.μ. (απλ.) μιλώ στον ενικό.

    Большой русско-греческий словарь > тыкать

  • 10 γόμφωμα

    A that which is fastened by bolts, frame-work, Plu.Marc.15.
    2 = γόμφος, Id.2.321d, Longus 2.26.
    3 metaph., κλειδῶν ἀχαλκεύτων γ. Vett. Val.334.11 (pl.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γόμφωμα

  • 11 κύαθος

    A ladle, for drawing wine out of the κρατήρ, Anacr.63.5, Pl.Com.176, Archipp. 21, X.Cyr.1.3.9, PEleph.5.3 (iii B.C.), etc.; cold metal ladles were applied to bruises, Arist.Pr. 890b7; κύαθον αἰτήσεις τάχα you'll need a ladle shortly (from being so soundly beaten), Ar.Lys. 444; ὑπωπιασμέναι.. καὶ κυάθους προσκείμεναι with ladles applied, Id. Pax 542, cf. E.Fr. 374, Apolloph.3.
    II Attic measure holding two κόγχαι or four μύστρα, about 1/12 of a pint, Gal.19.753, cf. 10.516.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύαθος

  • 12 ὑποβολή

    I actively, a throwing or laying under, στρωμάτων, opp. περιβολή, Pl.Plt. 280b;

    μεθ' ὑποβολῆς πλείονος φλογός Sor.1.50

    ; ἡ τῶν ἐνεδρευόντων ὑ. setting men in ambush, Plb.3.105.1;

    ἐπανάγονται τρισὶ τριήρεσιν ἐξ ὑ. Id.15.2.12

    .
    2 substitution by stealth, esp. of suppositious children, Pl.R. 538a, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 vii 10 (pl.), Luc.Salt.37; ὑποβολῆς γράφεσθαί τινα charge one with being supposititious, AB312, cf. sq.; also ὑ. κλειδῶν substitution of false keys, Plu. Rom.22.
    3 suggesting, reminding, ἐξ ὑποβολῆς by admonition, X. Cyr.3.3.37; ἐξ ὑπομνής εως καὶ ὑ... τοῦ ἐπισκόπου on the suggestion of.., Sammelb.7475.8 (vi/vii A. D.); τίνος ὑποβολῇ; = cujus impulsu ? Gloss.; ὑ. ἡ πρὸς ἄρχοντα ἢ βασιλέα γινομένη ἀναφορὰ ἤτοι διδασκαλία, = suggestio, ibid.; τὰς τῶν περιστάσεων ὑ. the influence of circumstances (on Hannibal's actions), Plb.9.24.3; ἐξ ὑ. δυέναι τὸν ὅρκον at the dictation of another, Polem.Hist.83; ἐξ ὑ. λέγειν deliver a speech with a prompter at hand (= λέγειν τὸ ἐξ ἀναγνώσεως καὶ γραφῆς ὑποβαλλόμενον), Apollon. ap. Sch.B Il.19.80:—τὰ Ὁμήρου ἐξὑ. γέγραφε ῥαψῳδεῖσθαι (sc. Σόλων) , οἷον ὅπου ὁ πρῶτος ἔληξεν, ἐκεῖθεν ἄρχεσθαι τὸν ἐχόμενον Solon enacted that the poems of Homer should be recited from a cue.., D.L.1.57: ὑποβολή perh. = ῥαψῳδία in Michel 913 (Teos, ii B. C.): cf.

    ὑποβάλλω 111

    ,

    ὑποβλήδην, ὑπόλήψις 1.1

    .
    4 interruption, διακόπτειν ἐξ ὑ. τὸν λόγον Sch.B Il.19.80.
    5 Medic., αἱ ἐξ ὑ. ἐγχρίσεις anointing by interposition or beneath (the eyelid), opp. αἱ κατ' ἐκτροπήν, Antyll. ap. Orib.10.23.24;

    καθ' ὑποβολήν Sever.

    ap.Aët.7.32.
    II passively, that which is put under, foundation, groundwork,

    πρὸς τὴν Ῥωμύλου.. αὔξησιν τὴν μὲν Τύχην ὑποβολὰς κατατεθεῖσθαι, τὴν δ' Ἀρετὴν ἐξῳκοδομηκέναι Plu.2.320b

    ;

    ἀρχὴ καὶ ὑ. τοῦ σωφρονεῖν ἡ ἐν σίτοις καὶ ποτοῖς ἐγκράτεια Muson.Fr.18

    Ap.94 H.; φυσικὴν εἶναι ὑ. τῇ ψυχῇ πρὸς καλοκἀγαθίαν a natural foundation or capacity for.., Id.Fr.2p.7H.; ἐν πολλοῖς [τῶν ζῴων] ὑποβολὰς ἔχων πρὸς τὸ τέλειον [ὁ λόγος θεωρεῖται] Porph.Abst.3.2; subject-matter of discourse, Luc.Dem.Enc.21.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποβολή

  • 13 ὑποβολή

    ὑπο-βολή, , die Handlung des ὑποβάλλω; (1) das Darunterwerfen, Unterlegen; ἐνεδρευόντων, das Hineinlegen der Nachstellenden in einen Hinterhalt, die verborgene Stellung eines Hinterhaltes; ἐξ ὑποβολῆς, aus dem Hinterhalt; das Unterschieben, bes. fremder, unechter Kinder; ὑποβολῆς γράφεσϑαί τινα, einen der unechten Geburt anklagen; dah. übh. Verfälschung; κλειδῶν, das Nachahmen der Schlüssel; (2) das unter den Fuß, an die Hand Geben, Vorsagen; ἐξ ὑποβολῆς ὀμνύναι, einen vorgesprochenen Eid schwören; die Eingebung, Warnung, der Rat; ἐξ ὑποβολῆς, auf vorangegangene Verwarnung; (3) das Einfallen in die Rede, Unterbrechung, Erwiderung; dah. ἐξ ὑποβολῆς ῥαψῳδεῖσϑαι, singen, indem da, wo der eine aufhört, der andere sogleich anknüpft und fortfährt; (4) die untergelegte Sache, Grundlage; Gegenstand der Behandlung; λόγου, Stoff einer Rede. Auch natürliche Anlage

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ὑποβολή

  • 14 κλείς

    κλείς, κλειδός, ἡ (cp. Lat. ‘clavis’=key; Hom. et al.; ins, pap, LXX; ParJer 4:4 κλεῖδας [κλεῖς cod. C]; loanw. in rabb.; Just., D. 17, 4 [ref. Mt 24:13]) acc. κλεῖδα Lk 11:52 (POxy 113, 3; LXX [Thackeray 150]) and κλεῖν Rv 3:7; 20:1 (both κλεῖδα v.l.; SIG 996, 24; POxy 1127, 25), pl. κλεῖδας Mt 16:19; 1 Cl 43:3 (OGI 229, 96 and 98; PHerm 8 II, 5; BGU 253, 18) and κλεῖς Mt 16:19 v.l.; Rv 1:18 (Ctesias [IV B.C.]: 688 Fgm. 13, 16 Jac.=Persians 14 ὸ̔ς τὰς κλεῖς πάσας τῶν βασιλείων εἶχε; POxy 729, 23 [137 A.D.]; BGU 75, 13; Just., D. 17, 4.—B-D-F §47, 3; W-S. §9, 7; Mlt-H. 131f; Mayser 272 [lit.]; Reinhold 51).
    someth. used for locking, key lit. σφραγίζειν τὰς κ. 1 Cl 43:3 (ins [218 B.C.]: ΕΛΛΗΝΙΚΑ 7, ’34 p. 179, 9f κλεῖδας ἐχέτωσαν, … σφραγιζέσθωσαν).—The foll. exprs. come close to the fig. mng.: κ. τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου (ᾅδης 1) Rv 1:18 (cp. IKourion 127, 53=IDefixAudollent 22). κ. τῆς ἀβύσσου 20:1 or κ. τοῦ φρέατος τῆς ἀβύσσου 9:1 (ἄβυσσος 2; on key to the netherworld s. Paus. 5, 20, 3; PGM 4, 341–42; New Docs 1, no. 8 ln. 3 and p. 5: “the notion of Anoubis as the custodian of the keys of Hades [no. 8, 3] is a standard element in magical charms”). Likew. the portrayal of Peter as the keeper of heaven’s gate δώσω σοι τὰς κλεῖδας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν Mt 16:19 (cp. Ctesias above; s. JGrill, D. Primat des Petrus 1904; WKöhler, ARW 8, 1905, 214ff [lit.]; ADell, ZNW 15, 1914, 27ff, esp. 33ff; VBurch, JBL 52, ’33, 147–52; HvCampenhausen, D. Schlüsselgewalt der Kirche: EvTh 4, ’37, 143–69. S. also on πέτρα 1b and Πέτρος end). ἔχειν τὴν κ. Δαυίδ (cp. Is 22:22 v.l. τὴν κ. οἴκου Δ.) hold the key of David Rv 3:7 (GMinestrina, Bibbia e oriente 20, ’78, 182; on authority over the keys cp. Parmenides 1, 14 Δίκη ἔχει κληῖδας, i.e., of the gate that leads to the realm of light and knowledge; OGI 229, 56 [III B.C.] κυριεύσοντα τῶν κλειδῶν; likewise Polyb. 4, 18, 2. The phrase ἔχειν τὰς κλεῖς= hold the keys Rv 1:18; cp. 3:7; 20:1 is as early as Pind., P. 8, 4).
    a means of acquiring access to someth., key fig. (for other types of fig. use s. Diod S 2, 8, 3 καθαπερεὶ τὰς κλεῖς ἔχειν=hold the keys as it were; Artem. 3, 54 κλείς is a symbol of πίστις=trust) αἴρειν τὴν κλεῖδα τῆς γνώσεως take away the key (to the door) of knowledge Lk 11:52; cp. here the badly damaged apocryphal gospel fragment POxy 655, 41–46 (A Syn. 194, 135) and the restoration [τὴν κλεῖδα] τῆς [γνώσεως]. AHultgren, Forum 7, 91, 165–82.—B. 468f. DELG. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κλείς

См. также в других словарях:

  • κλειδῶν — κλείς clavis fem gen pl κλειδόω lock up pres part act masc voc sg (doric aeolic) κλειδόω lock up pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κλειδόω lock up pres part act masc nom sg κλειδόω lock up pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείδων — κλείς clavis fem gen pl κλειδόω lock up imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κλειδόω lock up imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

  • κύαθος — Αγγείο της αρχαιότητας. Το σχήμα του μοιάζει με αυτό του κυπέλλου, με τη διαφορά ότι φέρει ευμεγέθη και κάθετη προς το χείλος λαβή. Το χρησιμοποιούσαν για να αντλούν κρασί από τον κρατήρα και να σερβίρουν τα αγγεία πόσεως. Λειτουργούσε και ως… …   Dictionary of Greek

  • τέρθρο — το / τέρθρον, ΝΑ ναυτ. το εξώτατο άκρο τού κέρατος τού επιδρόμου, κν. σήμερα πινό τού πικιού αρχ. 1. το πιο ακραίο, το έσχατο σημείο ενός πράγματος («ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα», Πολυδ.) 2. το τέρμα τής ζωής, ο θάνατος 3. (για ασθένεια) κρίση 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»