Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑποβολ-ή

См. также в других словарях:

  • κοινωνιμαίος — κοινωνιμαῑος και κοινωνιμιαῑος, αία, ον (Α) πάπ. αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο κοινόχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνός + κατάλ. ιμαῖος (από συνδυασμό τών καταλ. ιμος και αῖος), πρβλ. επιστολ ιμαίος, υποβολ ιμαίος] …   Dictionary of Greek

  • μεταβολέας — ο (ΑM μεταβολεύς, έως) αυτός που μεταβάλλει κάτι νεοελλ. φρ. «μεταβολέας συχνοτήτων» (ραδιοτ.) ηλεκτρονικό κύκλωμα που χρησιμοποιείται για τη μεταβολή συχνότητας στα σήματα εκπομπής ή λήψης, αλλ. μετατροπέας συχνότητας μσν. μεταφραστής,… …   Dictionary of Greek

  • μεταβολιμαίος — μεταβολιμαῑος, ον (Α) αυτός που μπορεί να υποστεί μεταβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβολή + κατάλ. ιμαῖος μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *μεταβόλιμος (πρβλ. υποβολ ιμαίος] …   Dictionary of Greek

  • νεκριμαίος — νεκριμαῑος, αία, ον (Α) 1. νεκρικός, θνησιμαίος 2. αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεκριμαῑον το θνησιμαίο, το πτώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. ιμαῖος (< ιμος και αῖος), πρβλ. κοινων ιμαίος, υποβολ ιμαίος) …   Dictionary of Greek

  • συλλογιμαίος — αία, ον, Α αυτός που συλλέγεται από διάφορα σημεία (α. «συλλογιμαίους τινάς ἀνθρώπων», Λουκιαν. β. «συλλογιμαῑα ὕδατα», Αριστοτ.). επίρρ... συλλογιμαίως Μ με συλλογή από διάφορα μέρη («ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῑς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν… …   Dictionary of Greek

  • υπερβολιμαίος — αία, ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐν ὑπερβολῇ ὢν ἢ ὁ ὑπερβολαῑς χρώμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβολή + κατάλ. ιμαῖος (βλ. και αιος), πρβλ. ἀποβολ ιμαῖος, ὑποβολ ιμαῖος] …   Dictionary of Greek

  • υποβολέας — ο / ὑποβολεύς, έως, ΝΜΑ (στο θέατρο) άτομο που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το κείμενο τού ρόλου τους για να τούς βοηθάει στο έργο τους (α. «ο υποβολέας δεν ακουγόταν καθόλου» β. «τοῡ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • υποθηκιμαίος — αία, ον, Α 1. (για ακίνητο περιουσιακό στοιχειό) ο επιβαρημένος με υποθήκη, ενυπόθηκος·2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποθηκιμαῑον ενέχυρο, εγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποθήκη + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. ὑποβολ ιμαῖος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»