-
1 ὑποβολεύς
2 interpreter, Eust.106.12.II = ὑπαγωγεύς 11, Theo Sm.p.71 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποβολεύς
-
2 ὑποβολή
ὑποβολ-ή, ἡ:I actively, a throwing or laying under, στρωμάτων, opp. περιβολή, Pl.Plt. 280b;μεθ' ὑποβολῆς πλείονος φλογός Sor.1.50
; ἡ τῶν ἐνεδρευόντων ὑ. setting men in ambush, Plb.3.105.1;ἐπανάγονται τρισὶ τριήρεσιν ἐξ ὑ. Id.15.2.12
.2 substitution by stealth, esp. of suppositious children, Pl.R. 538a, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 vii 10 (pl.), Luc.Salt.37; ὑποβολῆς γράφεσθαί τινα charge one with being supposititious, AB312, cf. sq.; also ὑ. κλειδῶν substitution of false keys, Plu. Rom.22.3 suggesting, reminding, ἐξ ὑποβολῆς by admonition, X. Cyr.3.3.37; ἐξ ὑπομνής εως καὶ ὑ... τοῦ ἐπισκόπου on the suggestion of.., Sammelb.7475.8 (vi/vii A. D.); τίνος ὑποβολῇ; = cujus impulsu ? Gloss.; ὑ. ἡ πρὸς ἄρχοντα ἢ βασιλέα γινομένη ἀναφορὰ ἤτοι διδασκαλία, = suggestio, ibid.; τὰς τῶν περιστάσεων ὑ. the influence of circumstances (on Hannibal's actions), Plb.9.24.3; ἐξ ὑ. δυέναι τὸν ὅρκον at the dictation of another, Polem.Hist.83; ἐξ ὑ. λέγειν deliver a speech with a prompter at hand (= λέγειν τὸ ἐξ ἀναγνώσεως καὶ γραφῆς ὑποβαλλόμενον), Apollon. ap. Sch.B Il.19.80:—τὰ Ὁμήρου ἐξὑ. γέγραφε ῥαψῳδεῖσθαι (sc. Σόλων) , οἷον ὅπου ὁ πρῶτος ἔληξεν, ἐκεῖθεν ἄρχεσθαι τὸν ἐχόμενον Solon enacted that the poems of Homer should be recited from a cue.., D.L.1.57: ὑποβολή perh. = ῥαψῳδία in Michel 913 (Teos, ii B. C.): cf.ὑποβάλλω 111
,ὑποβλήδην, ὑπόλήψις 1.1
.4 interruption, διακόπτειν ἐξ ὑ. τὸν λόγον Sch.B Il.19.80.5 Medic., αἱ ἐξ ὑ. ἐγχρίσεις anointing by interposition or beneath (the eyelid), opp. αἱ κατ' ἐκτροπήν, Antyll. ap. Orib.10.23.24;καθ' ὑποβολήν Sever.
ap.Aët.7.32.II passively, that which is put under, foundation, groundwork,πρὸς τὴν Ῥωμύλου.. αὔξησιν τὴν μὲν Τύχην ὑποβολὰς κατατεθεῖσθαι, τὴν δ' Ἀρετὴν ἐξῳκοδομηκέναι Plu.2.320b
;ἀρχὴ καὶ ὑ. τοῦ σωφρονεῖν ἡ ἐν σίτοις καὶ ποτοῖς ἐγκράτεια Muson.Fr.18
Ap.94 H.; φυσικὴν εἶναι ὑ. τῇ ψυχῇ πρὸς καλοκἀγαθίαν a natural foundation or capacity for.., Id.Fr.2p.7H.; ἐν πολλοῖς [τῶν ζῴων] ὑποβολὰς ἔχων πρὸς τὸ τέλειον [ὁ λόγος θεωρεῖται] Porph.Abst.3.2; subject-matter of discourse, Luc.Dem.Enc.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποβολή
-
3 ὑποβολιμαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποβολιμαῖος
-
4 ὑπόβολος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόβολος
См. также в других словарях:
κοινωνιμαίος — κοινωνιμαῑος και κοινωνιμιαῑος, αία, ον (Α) πάπ. αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο κοινόχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνός + κατάλ. ιμαῖος (από συνδυασμό τών καταλ. ιμος και αῖος), πρβλ. επιστολ ιμαίος, υποβολ ιμαίος] … Dictionary of Greek
μεταβολέας — ο (ΑM μεταβολεύς, έως) αυτός που μεταβάλλει κάτι νεοελλ. φρ. «μεταβολέας συχνοτήτων» (ραδιοτ.) ηλεκτρονικό κύκλωμα που χρησιμοποιείται για τη μεταβολή συχνότητας στα σήματα εκπομπής ή λήψης, αλλ. μετατροπέας συχνότητας μσν. μεταφραστής,… … Dictionary of Greek
μεταβολιμαίος — μεταβολιμαῑος, ον (Α) αυτός που μπορεί να υποστεί μεταβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβολή + κατάλ. ιμαῖος μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *μεταβόλιμος (πρβλ. υποβολ ιμαίος] … Dictionary of Greek
νεκριμαίος — νεκριμαῑος, αία, ον (Α) 1. νεκρικός, θνησιμαίος 2. αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεκριμαῑον το θνησιμαίο, το πτώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρός + κατάλ. ιμαῖος (< ιμος και αῖος), πρβλ. κοινων ιμαίος, υποβολ ιμαίος) … Dictionary of Greek
συλλογιμαίος — αία, ον, Α αυτός που συλλέγεται από διάφορα σημεία (α. «συλλογιμαίους τινάς ἀνθρώπων», Λουκιαν. β. «συλλογιμαῑα ὕδατα», Αριστοτ.). επίρρ... συλλογιμαίως Μ με συλλογή από διάφορα μέρη («ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῑς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν… … Dictionary of Greek
υπερβολιμαίος — αία, ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐν ὑπερβολῇ ὢν ἢ ὁ ὑπερβολαῑς χρώμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβολή + κατάλ. ιμαῖος (βλ. και αιος), πρβλ. ἀποβολ ιμαῖος, ὑποβολ ιμαῖος] … Dictionary of Greek
υποβολέας — ο / ὑποβολεύς, έως, ΝΜΑ (στο θέατρο) άτομο που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το κείμενο τού ρόλου τους για να τούς βοηθάει στο έργο τους (α. «ο υποβολέας δεν ακουγόταν καθόλου» β. «τοῡ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς… … Dictionary of Greek
υποθηκιμαίος — αία, ον, Α 1. (για ακίνητο περιουσιακό στοιχειό) ο επιβαρημένος με υποθήκη, ενυπόθηκος·2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποθηκιμαῑον ενέχυρο, εγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποθήκη + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. ὑποβολ ιμαῖος)] … Dictionary of Greek