-
1 υποβολη
ἥ1) подкладывание, тж. подстилка (sc. τῶν στρομάτων Plat.)2) подбрасывание, подменаλίθου ὑ. Luc. — подмена (новорожденного Зевса) камнем;
3) подделывание, подделка(τῶν κλειδῶν Plut.)
4) показывание, указание, внушениеἐξ ὑποβολῆς Xen. — на основании указания, благодаря совету;
ἐξ ὑποβολῆς ῥαψῳδεῖν Diog.L. — подхватывать песнь5) засадаἡ τῶν ἑνεδρευόντων ὑ. Polyb. — сидящие в засаде;
ἐπανάγεσθαι τρισὴν τριήρεσιν ἐξ ὑποβολῆς Polyb. — совершать нападение из засады тремя триерами6) основа, основаниеὑποβολάς τινος καταθέσθαι Plut. — заложить основы чего-л.
7) предмет или материалἀποχρῶσα λόγων ὑ. Luc. — достаточный материал для речи
См. также в других словарях:
κλειδῶν — κλείς clavis fem gen pl κλειδόω lock up pres part act masc voc sg (doric aeolic) κλειδόω lock up pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κλειδόω lock up pres part act masc nom sg κλειδόω lock up pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείδων — κλείς clavis fem gen pl κλειδόω lock up imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κλειδόω lock up imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
κύαθος — Αγγείο της αρχαιότητας. Το σχήμα του μοιάζει με αυτό του κυπέλλου, με τη διαφορά ότι φέρει ευμεγέθη και κάθετη προς το χείλος λαβή. Το χρησιμοποιούσαν για να αντλούν κρασί από τον κρατήρα και να σερβίρουν τα αγγεία πόσεως. Λειτουργούσε και ως… … Dictionary of Greek
τέρθρο — το / τέρθρον, ΝΑ ναυτ. το εξώτατο άκρο τού κέρατος τού επιδρόμου, κν. σήμερα πινό τού πικιού αρχ. 1. το πιο ακραίο, το έσχατο σημείο ενός πράγματος («ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα», Πολυδ.) 2. το τέρμα τής ζωής, ο θάνατος 3. (για ασθένεια) κρίση 4. (για… … Dictionary of Greek
υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… … Dictionary of Greek