-
1 κλῃδο ῦχος
κλῃδο ῦχος, wie κλειδοῦχος, die Schlüssel haltend, führend; ὁ, der Aufseher, Priester; Ἔρωτα τὸν τᾶς Ἀφροδίτας φιλτάτων ϑαλάμων κλῃδοῦχον Eur. Hipp. 541; Pallas, als Beschützerinn Athens, Ar. Thesm. 1142; Io, Priesterinn der Hera, Aesch. Suppl. 288; Eur. I. T. 132.
См. также в других словарях:
κλειδοῦχος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδούχος — ο (AM κλειδοῡχος, ον, Α αττ. τ. κληδοῡχος, ον, δωρ. τ. κλᾳδοῡχος, ον) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κλειδούχος 1. αυτός που κρατά και φυλάει τα κλειδιά, κλειδοκράτης, κλειδοφύλακας 2. αυτός που έχει τη φροντίδα για τη φύλαξη ενός τόπου («Ἔρωτα … Dictionary of Greek
κλειδούχος — ο, η 1. αυτός που κρατάει τα κλειδιά, κλειδοκράτης. 2. σιδηροδρομικός υπάλληλος που η υπηρεσία του είναι να χειρίζεται τα κλειδιά των τροχιών. 3. με τη φράση «κλειδούχος του παραδείσου» εννοείται ο άγιος Πέτρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλειδοῦχον — κλειδοῦχος masc/fem acc sg κλειδοῦχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληιδοῦχον — κλειδοῦχος masc/fem acc sg κλειδοῦχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλῃδοῦχον — κλειδοῦχος masc/fem acc sg κλειδοῦχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδοῦχε — κλειδοῦχος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδοῦχοι — κλειδοῦχος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδούχου — κλειδοῦχος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδούχους — κλειδοῦχος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδούχων — κλειδοῦχος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)