-
1 κλαδασσομαι
-
2 κλαδάσσομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλαδάσσομαι
-
3 κλαδασσόμενον
κλαδάσσομαιrush violently: pres part mp masc acc sgκλαδάσσομαιrush violently: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
4 κλαδαρός
Grammatical information: adj.Meaning: `invalid, infirm', of δοράτια (Plb. 6, 25, 5; beside λεπτά), κάμακες (AP 9, 322 beside ἄκλαστοι; v. l. κλαμαραί), γραμμη ζωηφόρος (in prophesy from the hand, Cat. Cod. Astr. 7, 241).Compounds: As 1. member in κλαδαρόρυγχος `clapper-bill, peewit)' (Ael., H.), κλαδαρόμματοι εὔσειστοι τὰ ὄμματα H.Derivatives: Further κλαδάσαι σεῖσαι, κλαδάει σείει, κινεῖ H.; κλαδάσσομαι (about) `rustle, bubble' of sweet blood ( τέρεν αἶμα) through the members (Emp. 100, 22); but Lobeck Proll. 89 n. 9 changes in κλυδάσσομαι; Debrunner IF 21, 224 assumes influence of ταράσσω.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: With κλαδαρός cf. πλαδαρός, ψαφαρός, χαλαρός, λαπαρός and other expressions for `invalid, weak' (Chantraine Formation 227); κλαδαρός: κλαδάω as πλαδαρός: πλαδάω, χαλαρός: χαλάω a. o. - Lastly to κλάω with the same δ-enlargement as in κλάδος; s. v.; cf. also on κραδαίνω. Note that κλαδ- cannot have a PIE pre-form, so Pre-Greek?Page in Frisk: 1,864Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλαδαρός
См. также в других словарях:
κλαδάσσομαι — (Α) κινούμαι με ορμή («αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. τού κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός] … Dictionary of Greek
κλαδασσόμενον — κλαδάσσομαι rush violently pres part mp masc acc sg κλαδάσσομαι rush violently pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαδαρός — κλαδαρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που σπάει εύκολα, εύθραυστος («τὰ δὲ δόρατα... λεπτά καὶ κλαδαρά ποιοῡντες», Πολ.) 2. μτφ. ηδυπαθής, ερωτόληπτος («κλαδαρὰς ὄψεις», Κλήμ.) 3. κυματοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλα δ αρός. Η ρίζα θα πρέπει να είναι τού ρ.… … Dictionary of Greek