Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κλαί

  • 1 κλαιωμιλιη

        ἥ общий или совместный плач
        

    (καὴ κ. καὴ γελοωμιλίη Anth.)

    Древнегреческо-русский словарь > κλαιωμιλιη

  • 2 κλαίω

    (αόρ. έκλαψα и έκλαυσα, παθ. αόρ. (ε)κλάφτηκα и εκλαύσθην, μετχ. πρκ. κλαμένος) 1. αμετ. плакать;

    κλαίω με λυγμούς ( — или με αναφυλλητά) — плакать навзрыд;

    2. μετ. оплакивать, жалеть;
    είναι γιά να τον κλαίς он в очень плохом, жалком состоянии; § αν δεν κλάψει το παιδί δεν τού δίνουνε βυζί (или δεν τού δίνει η μάνα του βυζί) посл, дитя не плачет, мать не разумеет;

    κλαί(γ)ομαι, κλαίουμαι — жаловаться; — плакаться, прибедняться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κλαίω

См. также в других словарях:

  • Κλαῖ' — Κλαῖαι , Κλαίη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαῖ' — κλαῖε , κλαίω cry pres imperat act 2nd sg κλαῖε , κλαίω cry imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»