-
1 κλαιωμιλιη
См. также в других словарях:
κλαιωμιλία — κλαιωμιλία, ποιητ. τ. κλαιωμιλίη, ἡ (Α) το να κλαίει κάποιος μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαίω + ὁμιλία «συναναστροφή». Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
1 κλαιωμιλιη
κλαιωμιλία — κλαιωμιλία, ποιητ. τ. κλαιωμιλίη, ἡ (Α) το να κλαίει κάποιος μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαίω + ὁμιλία «συναναστροφή». Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek