-
1 κιττ-
атт. = κισσ- -
2 κισσαβίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κισσαβίζω
-
3 κισσάω
Aκίσσα 11
) crave for strange food, of pregnant women, Arist.HA 584a19, Arr.Epict.4.8.35, Gal.6.422;κ. τῆς γηθυλλίδος Polem.Hist.36
: metaph., (lyr.): c. inf., long to do a thing, Id.V. 349 (cf. Sch.); . -
4 κισσοστεφής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κισσοστεφής
-
5 κισσοφάγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κισσοφάγος
-
6 κισσοφορέω
A to be decked with ivy, like the Bacchanals, prob. in IG2.1285 (iv B.C.); of a tragic actor, AP7.707 (Diosc.); dub.l.in Plu.2.5b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κισσοφορέω
-
7 κισσοφόρος
A ivy-wreathed, of Dionysus, Pi.O.2.27, Ar.Th. 988 (lyr.), BCH50.240 (Thasos, iii/ii B.C.); ὁ κ. παῖς Διός ib.529 (Marathon, ii A.D.): metaph.,κ. διθύραμβοι Simon.148
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κισσοφόρος
-
8 κισσόω
-
9 κίσσωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίσσωσις
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский