-
1 κισσο-φόρος
κισσο-φόρος, Epheu tragend, hervorbringend, Ἰδαῖα νάπη Eur. Troad. 1066; – wie die Bacchanten mit Epheu umkränzt, od. den mit Epheu umwundenen Thyrsus tragend, Bacchus, Pind. Ol. 2, 30; Ar. Thesm. 688; διϑύραμβοι Simonds. 70 (XIII, 28).
-
2 φιλο-κισσο-φόρος
φιλο-κισσο-φόρος, gern Epheu tragend, Eur. Cycl. 616.
-
3 κισσοφόρος
A ivy-wreathed, of Dionysus, Pi.O.2.27, Ar.Th. 988 (lyr.), BCH50.240 (Thasos, iii/ii B.C.); ὁ κ. παῖς Διός ib.529 (Marathon, ii A.D.): metaph.,κ. διθύραμβοι Simon.148
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κισσοφόρος
-
4 κισσοφόρος
κισσο-φόρος, Epheu tragend, hervorbringend; wie die Bacchanten mit Epheu umkränzt, od. den mit Epheu umwundenen Thyrsus tragend -
5 κισσοφορος
-
6 φιλοκισσοφόρος
-
7 κισσός
Grammatical information: m.Meaning: `ivy, Hedera helix' (IA.)Other forms: Att. κιττόςCompounds: Often as 1. member, e. g. κισσο-φόρος `having ivy' (Pi., Ar.); also as 2. member, e. g. κατά-κισσος `crowned with ivy' (Anacreont.).Derivatives: Diminut. κισσίον = ἀσκληπιάς (Ps.-Dsc.); κίσσινος `of ivy' (Pi., E.), κισσήεις `id.' (Nic., Nonn.; on the formation Schwyzer 527), κισσώδης `envelopped with ivy' (Nonn.); κισσεύς surname of Apollon (A. Fr. 341; Boßhardt Die Nom. auf - ευς 43f.); κισσών `forest with ivy' (Hdn. Gr.), κίσσαρος = κισσός (Gloss.). Denomin. verb κισσόω, - ττ- `crown with ivy' (E., Alciphr.) with κίττωσις (Attica).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Foreign word of unknown origin (cf. Güntert Labyrinth 22, Bertoldi Studi etr. 10, 26 n. 2). Wrong IE. explanations in Bq and W.-Hofmann s. hedera. Pre-Greek, Fur. 256 w. n. 36 on - αρος.Page in Frisk: 1,860Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κισσός
См. также в других словарях:
κισσοφόρος — κισσοφόρος, αττ. τ. κιττοφόρος, ον (Α) 1. (κυριολ. και μτφ.) στεφανωμένος με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», Αριστοφ. β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», Σιμων.) 2. αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα νάπη», Ευρ.) 3. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
κιστοφόρος — Ασημένιο νόμισμα πολλών αρχαιοελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Στη μία πλευρά του απεικόνιζε τη μυστική διονυσιακή κίστη, απ’ όπου αναπηδούσε ένα φίδι μέσα από ένα στεφάνι φτιαγμένο με κισσό ή δάφνη, και στην άλλη ένα τόξο μέσα στη θήκη του,… … Dictionary of Greek
κορυμβοφόρος — ο (Α κορυμβοφόρος, ον) (για φυτά) αυτός που έχει κορύμβους, που έχει άνθη με διάταξη κατά κορύμβους αρχ. (για πρόσ.) στεφανωμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυμβος + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek