Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κιττός

См. также в других словарях:

  • κιττός — (4ος; αι. π.Χ.). Αγγειοπλάστης. Έγινε γνωστός από αμφορέα που ανακαλύφθηκε στην Ταύχειρα της Κυρηναϊκής (Λιβύη), που φέρει την παράσταση των παναθηναϊκών αμφορέων, δηλαδή την Αθηνά να κραδαίνει το δόρυ και δύο κολόνες από τις δύο πλευρές, πάνω… …   Dictionary of Greek

  • κιττός — κισσός ivy masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλοκή — η, ΝΜΑ [περιπλέκω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπλέκω, πλέξιμο, συστροφή («περιπλοκῆς δεῑται καί στηρίγματος [ὁ κιττός]», Πλούτ.) 2. μτφ. εμπλοκή σε δυσχέρειες, μπλέξιμο (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ… …   Dictionary of Greek

  • Kittos — (Κιττός) war ein griechischer Töpfer, der in der zweiten Hälfte des 4. Jahrhunderts v. Chr. in Athen und wohl auch in Ephesos arbeitete. Kittos Signatur findet sich auf einer Panathenäischen Preisamphore, die in Teucheira gefunden wurde und heute …   Deutsch Wikipedia

  • PATINA — an a patendo; unde saepe in veter, libris Patena scribitur, ut vidimus supra: an a πατάνη, ut Suidae visum? Graecis Λοπὰς est: a Romanis, luxuriante sequiore aevô, variis argumentis caelari consuevit. Unde Hederatam memorat Treb. Pollio in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η …   Dictionary of Greek

  • χενόσιρις — ίριδος, ὁ, Α αιγυπτιακή ονομασία τού κισσού («καὶ παρ Αἰγυπτίοις λέγεται χενόσιρις ὁ κιττὸς ὀνομάζεσθαι, σημαίνοντος τοῡ ὀνόματος, ὥς φασι, φυτὸν Ὀσίριδος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό h n ỉsr «φυτό τού Οσίριδος»] …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՂԵՂՆ — (ղան.) NBH 1 428 Chronological Sequence: Unknown date, 6c գ. ԲԱՂԵՂՆ եւ որպէս ռմկ. ԲԱՂԵՂ. κιστός, κιττός hedera, ἐλξίνη, σμίλαξ taxus, convulvulus Պատրաստուկ, պատաղիճ բոյս, որ բաղի կամ կցի եւ պատի զտնկովք. է՛ որ վնասակար տնկոց եւ բուսոց իբր գաղձ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»