-
1 κισσο-φόρος
κισσο-φόρος, Epheu tragend, hervorbringend, Ἰδαῖα νάπη Eur. Troad. 1066; – wie die Bacchanten mit Epheu umkränzt, od. den mit Epheu umwundenen Thyrsus tragend, Bacchus, Pind. Ol. 2, 30; Ar. Thesm. 688; διϑύραμβοι Simonds. 70 (XIII, 28).
-
2 φιλο-κισσο-φόρος
φιλο-κισσο-φόρος, gern Epheu tragend, Eur. Cycl. 616.
-
3 κισσοφόρος
κισσο-φόρος, Epheu tragend, hervorbringend; wie die Bacchanten mit Epheu umkränzt, od. den mit Epheu umwundenen Thyrsus tragend -
4 φιλοκισσοφόρος
См. также в других словарях:
κισσοφόρος — κισσοφόρος, αττ. τ. κιττοφόρος, ον (Α) 1. (κυριολ. και μτφ.) στεφανωμένος με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», Αριστοφ. β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», Σιμων.) 2. αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα νάπη», Ευρ.) 3. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
κιστοφόρος — Ασημένιο νόμισμα πολλών αρχαιοελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Στη μία πλευρά του απεικόνιζε τη μυστική διονυσιακή κίστη, απ’ όπου αναπηδούσε ένα φίδι μέσα από ένα στεφάνι φτιαγμένο με κισσό ή δάφνη, και στην άλλη ένα τόξο μέσα στη θήκη του,… … Dictionary of Greek
κορυμβοφόρος — ο (Α κορυμβοφόρος, ον) (για φυτά) αυτός που έχει κορύμβους, που έχει άνθη με διάταξη κατά κορύμβους αρχ. (για πρόσ.) στεφανωμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυμβος + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek