Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κιξάλης

См. также в других словарях:

  • κιξάλλης — και κιττάλης, ὁ (Α) 1. αυτός που κάνει ληστείες στον δρόμο, ο ληστής 2. (κατά τον Ησύχ.) «κιξάλης φώρ, κλέπτης, ἀλαζών». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως εμφανίζει ττ (κιττάλης) στη θέση τού ξ και επίθημα σε λ (πρβλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»