-
1 κιξάλλης
κιξάλλης, ὁ, auch κιξάλης geschrieben, ein Straßenräuber, VLL.; καὶ λῃστής Democrit. bei Stob. fl. 44, 19; bei Phot. lex. verderbt κίξας τοὺς ἐν ὁδῷ λῃστάς. Eigtl. ion., vgl. Koen ad Greg. Cor. p. 435.
-
2 κιξάλλης
A highway robber,κ. καὶ λῃστής Democr.260
; (Teos, v B.C. ) (Hsch. [full] κιξάλης· φώρ, κλέπτης, ἀλαζών: Phot. [full] κίξας· τοὺς ἐν ὁδῷ λῃστάς: Jo.Gramm.in Hoffmann Griech.Dial.ii p.208 [full] κιττάλης· κλέπτης).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιξάλλης
См. также в других словарях:
κιξάλλης — και κιττάλης, ὁ (Α) 1. αυτός που κάνει ληστείες στον δρόμο, ο ληστής 2. (κατά τον Ησύχ.) «κιξάλης φώρ, κλέπτης, ἀλαζών». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως εμφανίζει ττ (κιττάλης) στη θέση τού ξ και επίθημα σε λ (πρβλ … Dictionary of Greek