-
1 κιξάλλης
κιξάλλης, ὁ, auch κιξάλης geschrieben, ein Straßenräuber, VLL.; καὶ λῃστής Democrit. bei Stob. fl. 44, 19; bei Phot. lex. verderbt κίξας τοὺς ἐν ὁδῷ λῃστάς. Eigtl. ion., vgl. Koen ad Greg. Cor. p. 435.
-
2 κιξάλλης
κιξάλλης, ὁ, ein Straßenräuber -
3 κισσάλης
κισσάλης, ὁ, = κιξάλλης, l. d.
См. также в других словарях:
κιξάλλης — και κιττάλης, ὁ (Α) 1. αυτός που κάνει ληστείες στον δρόμο, ο ληστής 2. (κατά τον Ησύχ.) «κιξάλης φώρ, κλέπτης, ἀλαζών». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως εμφανίζει ττ (κιττάλης) στη θέση τού ξ και επίθημα σε λ (πρβλ … Dictionary of Greek
κιξάλλης — highway robber masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιξάλλαι — κιξάλλης highway robber masc nom/voc pl κιξάλλᾱͅ , κιξάλλης highway robber masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιξάλλην — κιξάλλης highway robber masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιξαλλία — κιξαλλία, ἡ (Α) [κιξάλλης] 1. ληστεία που γίνεται σε δημόσιους δρόμους 2. (κατά τον Ησύχ.) κάθε είδος κακοτεχνίας … Dictionary of Greek
κιξαλλεύω — (Α) [κιξάλλης] ληστεύω, είμαι ληστής … Dictionary of Greek
κιττάλης — (Α) βλ. κιξάλλης … Dictionary of Greek