Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κιθάρας

См. также в других словарях:

  • κιθάρας — κιθά̱ρᾱς , κιθάρα lyre fem acc pl (ionic) κιθά̱ρᾱς , κιθάρα lyre fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαυρουδής, Νότης — (Αθήνα 1945 –). Μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε κλασική κιθάρα στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών. Το 1963 πραγματοποίησε την πρώτη εμφάνιση του στο ελληνικό τραγούδι, συμμετέχοντας στο μουσικό ρεύμα της εποχής, Νέο Κύμα. Την περίοδο 1969 75 κατείχε την έδρα… …   Dictionary of Greek

  • гоусли — ГОУСЛ|И (41), ИИ с. мн. Гусли: възмѣте сопѣли. бубны и гусли. и ѹдарѩите. ЛЛ 1377, 65 (1074); | о любом струнном музыкальном инструменте: горе съ гѹсльми и свирѣльми вино пиюще. (κιθάρας) КЕ XII, 80б; пити˫а обнощьна˫а. съ гѹсльми. и свирѣльми.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κίθαρος — κίθαρος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) 1. ο θώρακας τού σώματος, το στήθος 2. είδος ψαριού τής Ερυθράς Θάλασσας, ιερού τού Απόλλωνος, αλλ. κιθαρωδός 3. επίσης είδος ψαριού τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα. Το σχήμα τής κιθάρας οδήγησε στην παρομοίωση με τον… …   Dictionary of Greek

  • κιθάρισις — κιθάρισις, ἡ (Α) [κιθαρίζω] 1. κιθάρισμα, το παίξιμο τής κιθάρας («ἐπιμελεῑσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων ἢ γραμμάτων τε καί κιθαρίσεως», Πλάτ.) 2. φρ. «ψιλή κιθάρισις» το παίξιμο τής κιθάρας χωρίς άσμα, χωρίς ωδή …   Dictionary of Greek

  • Γκρι, Χουάν — (Juan Gris, Μαδρίτη 1887 – Παρίσι 1927). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ισπανού ζωγράφου Χοσέ Βιστοριάνο Γκονθάλεθ (Jose Vistoriano Gonzales). Η έμφυτη διαλεκτική αυστηρότητά του γρήγορα τον προσανατόλισε σε πειραματισμούς που κατέληξαν στον κυβισμό… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • κιθάρισμα — το, ατος το παίξιμο της κιθάρας, η κρούση των χορδών κιθάρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κλειώ — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μία από τις εννέα Μούσες, θεά του άσματος (Πίνδαρος, Βακχυλίδης) ή θεά των πηγών (Σιμωνίδης). Θεωρείται εφευρέτρια της κιθάρας, αλλά υπάρχει επίγραμμα που την αποκαλεί θεά της μαντείας. Επίσης, ήταν η μούσα που… …   Dictionary of Greek

  • Φρύνις — Ποιητής και μουσουργός από τη Μυτιλήνη (5αι. π.χ.). Λένε πως στις 7 χορδές της κιθάρας πρόσθεσε άλλες 2. Ο Αριστοφάνης τον ειρωνεύτηκε για τις καινοτομίες του. * * * ύνιδος, ὁ, Α όνομα κωμικού ποιητή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φρύνη] …   Dictionary of Greek

  • έλυμος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους φυγάδες Τρώες, νόθος γιος του Αγχίση, γενάρχης του αρχαίου σικελικού λαού των Ελύμων και επώνυμος της σικελικής πόλης Έλυμα. Έφτασε στη Σικελία πριν από τον Αινεία, μαζί με τον Αιγέστη ή Άκεστο.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»