-
1 κηρού
κηρόομαιto be destroyed: pres imperat mp 2nd sgκηρόομαιto be destroyed: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)κηρόςbees-wax: masc gen sgκηρόωwax over: pres imperat mp 2nd sgκηρόωwax over: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
2 κηροῦ
κηρόομαιto be destroyed: pres imperat mp 2nd sgκηρόομαιto be destroyed: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)κηρόςbees-wax: masc gen sgκηρόωwax over: pres imperat mp 2nd sgκηρόωwax over: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
3 εὔπλαστος
εὔπλαστ-ος, ον,A easy to mould or put into shape, of a broken nose, Hp.Art.39 ([comp] Sup.); φύσει ποὺς εὔ. Aristaenet.1.12.2 easy to mould, ductile,εὐπλαστότερον κηροῦ Pl.R. 588d
, cf. Ael.NA17.9, Dsc.4.75; φύσις (of sea-water) Arist.GA 761a34 ([comp] Comp.); ([comp] Comp.); of men, impressionable, Arist.Po. 1455a33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔπλαστος
-
4 κάλλος
A beauty, esp. of body, Il.9.130, 20.235, etc.; ;κάλλεϊ καὶ Χάρισι στίλβων Od.6.237
;περί τ' ἀμφί τε κ. ἄητο h.Cer. 276
: in a concrete sense, as though external to the body,κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυθέρεια Χρίεται Od.18.192
: freq. i<*> Trag. and Prose,γυναῖκε.. κάλλει ἀμώμω A.Pers. 185
;κ. σώματος Democr.105
; opp. αἶσχος, Pl.Smp. 201a: in a general sense,τῶν ἔργων τῷ μεγέθει καὶ τῷ κάλλει Χαλεπὸν ἐξισῶσαι τοὺς ἐπαίνους Isoc.12.36
;Χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα Hdt.8.144
, cf. Pl.Chrm. 157e, D.S.1.30; of ships, Th.[3.17];ἀρετὴ ἂν εἴη κ. ψυχῆς Pl.R. 444d
; τὸ τῶν μαθημάτων κ. Id.Grg. 475a; ἐς κάλλος with an eye to beauty, so as to set off her beauty, E.El. 1073; οὐ γὰρ ἐς κ. τύχας δαίμων δίδωσιν so as to regard beauty or show, Id.Tr. 1201; ὁ εἰς κ. βίος, opp. αἰσχρουργία, X. Ages.9.1;ἐς κ. ζῆν Id.Cyr.8.1.33
; but ἐς κ. κυνηγετεῖν hunt for pleasure, Arr.Cyn.25.9: in pl., σωμάτων κάλλη, opp. ψυχῶν ἀρετή, Pl. Criti. 112e.2 concrete, of persons,κ. κακῶν ὕπουλον S.OT 1396
; of a bird, Clitarch.21 J. codd.; mostly of women, a beauty,τὴν θυγατέρα, δεινόν τι κάλλος καὶ μέγεθος X.Cyr.5.2.7
;Γαλάτεια, κάλλος Ἐρώτων Philox.8
(nisi leg. θάλος); Ἑλένη καὶ Λήδα καὶ ὅλως τὰ ἀρχαῖα κάλλη Luc.DMort.18.1
, cf. Im.2.3 in pl., beautiful things, as garments and stuffs,ἐν ποικίλοις.. κάλλεσιν βαίνειν A.Ag. 923
; βάπτειν τὰ κ. Eup.333, cf. Pl.Phd. 110a, Poll.7.63, Hsch. s.v.;κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Pl.Lg. 625c
;μεγέθεσιν κάλλεσίν τε ἔργων Id.Criti. 115d
, etc.; τὰ κ. τῆς ἑρμηνείας beauties of style, Longin.5.1 (also in sg., τὸ κ. τῆς ἑρμ. D.H.Comp.3); κάλλεα κηροῦ beautiful works of wax, i.e. honeycombs, AP9.363.15 (Mel.); ; κ. οἰκοδομημάτων, = καλὰ οἰκοδομήματα, Plu.2.409a, cf. 935a, D.C.65.15. -
5 κατακνάω
A scrape away, ἀπόκριναι.., εἰ μὴ κατέκνησας τοῖς στρατιώταις ἅλαβες whether you did not scrape away, make away with.., Ar. V. 965; - κνήσας (- κνίσας codd.) [ τοῦ κηροῦ]τὸ λευκόν Dsc.2.83
:— [voice] Pass.,κατακνησθείην Ar.Eq. 771
; κηρὸς -κεκνησμένος wax scrapings, Asclep. ap. Gal.13.1022.2 v. κατακνίζω 11.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακνάω
-
6 καταλίπαρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλίπαρος
-
7 κηρός
κηρός, ὁ,A bees-wax, Od.12.48, Theoc.1.27, etc.; honeycomb, Id.20.27;εὐπλαστότερον κηροῦ Pl.R. 588d
; used as a cosmetic, Philostr. Ep.22; in encaustic painting, IG42 (1).102.272 (Epid., iv B.C.), 14.1320; for writing tablets, POxy.736.16 (i A.D.), etc.: henceλόγους εἰς γραμμάτιον καὶ κηρὸν ἐρχομένους Lib.Ep.886.1
.3 κ. Τυρρηνικός white wax used in medicine, Gal.13.411, Dsc.1.70.II pl. κηροί wax tapers, Hld.9.11. (Panhellenic η, IG42.l.c., Theoc.Il.cc., cf. κήρινος, κηρόδετος, κηροχυτέω; Lat. cera.) -
8 νεόρρυτος
A fresh-flowing,πηγαὶ γάλακτος S.El. 894
;δάκρυα Νυμφᾶν Tim.Fr.7
;κάλλεα κηροῦ AP9.363.15
(Mel.);αἷμα Nonn.D.43.134
.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόρρυτος
-
9 πλάσσω
πλάσσω, [dialect] Att. [suff] πλασμᾰτ-ττω S.Aj. 148 (anap.), Pl.R. 420c, etc.: [tense] fut. πλάσω ( ἀνα-) Hp.Mochl.2:[tense] aor.Aἔπλᾰσα Hdt.2.70
([etym.] κατ-), Ar.V. 926, etc.; poet.ἔπλασσα Theoc.24.109
; [dialect] Ep.πλάσσα Hes.Op.70
: [tense] pf.πέπλᾰκα Phld. Mus.p.85K.
,D.S.15.11, D.H.Th.41: [ per.] 3sg.[tense] plpf.ἐπεπλάκει Erot.Praef.
: —[voice] Med., [tense] fut.πλάσομαι Alciphr.1.37
: [tense] aor.ἐπλασάμην Th.6.58
, Pl.Lg. 800b, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.πλασθήσομαι Phld.Mus.p.82
K., ( δια- ) Gal.4.619: [tense] aor. , Lys.12.48, Pl.Ti. 26e : [tense] pf. , etc.:—form, mould, prop. of the artist who works in soft substances, such as earth, clay, wax, ἐκ γαίης π. Hes.Op.70, cf. Hdt. 2.47,73; of Prometheus,ὃν λέγουσ' ἡμᾶς πλάσαι καὶ τἄλλα.. ζῷα Philem.89.1
, cf. Men.535.5 ;π. καθάπερ ἐκ κηροῦ Pl.Lg. 746a
;σχήματα ἐκ χρυσοῦ Id.Ti. 50a
;ἐκ πηλοῦ ζῷον Arist.PA 654b29
;ἀγγεῖον π. κήρινον Id.Mete. 359a1
;οὐκ ἔστιν ἀνδριαντοποιὸς ὅστις ἂν πλάσαι κάλλος τοιοῦτον Philem.72.2
;τοὺς πηλίνους D.4.26
; opp. γράφειν, as sculpture to painting, Pl.R. 510e (so in [voice] Pass., Lg. 668e, Isoc.9.75); τὴν ὑδριαν πλάσαι mould the water-jar, Ar.V. 926 ;σώματα π. θνητά Pl.Ti. 42d
; π. κηρία, of bees, Arist.HA 623b32 ; ἔπλαττεν ἔνδον οἰκίας made clay houses, Ar.Nu. 879; knead bread, Gal.6.313:—[voice] Med., σχῆμα πλασάμενος having formed oneself a figure, Pl.Plt. 297e :— [voice] Pass., to be moulded, made,τὸ δὲ ἐν τῇσι μήτρῃσι πλάσσεται Hdt.3.108
; ;ἂν ἴδωσι.. κήρινα μιμήματα πεπλασμένα Pl.Lg. 933b
.II generally, mould, form by education, training, etc., π. τὰς ψυχὰς τοῖς μύθοις, τὰ σώματα ταῖς χερσίν, Pl.R. 377c ;σῶμα ἐπιμελῶς Id.Ti. 88c
; ; παιδεύειν τε καὶ π. Id.Lg. 671c:—[voice] Pass., ; of the voice, to be trained, Arist.HA 536b19.III form an image of a thing in the mind, imagine,πλάττομεν οὔτε ἰδόντες οὔτε.. νοήσαντες ἀθάνατόν τι ζῷον Pl.Phdr. 246c
, cf. R. 420c, 466a ;τῷ λόγῳ τοὺς νόμους Id.Lg. 712b
;τἀρχαῖα Phld.Mus.p.85K.
:—[voice] Pass., ib.p.82 K.IV put in a certain form, τὸ στόμα π. (so as to pronounce more elegantly) Pl.Cra. 414d ; [ κόμιον] Arr.Epict.2.24.24;τὴν ὑπόκρισιν Plu.Dem.7
:—[voice] Med., ἀδήλως τῇ ὄψει πλυσάμενος πρὸς τὴν ξυμφοράν having formed himself in face, i.e. composed his countenance, Th.6.58, cf. D.45.68.V metaph., fabricate, forge,λόγους ψιθύρους πλάσσων S.Aj. 148
(anap.);ψευδεῖς π. αἰτίας Isoc.12.25
;προφάσεις D.25.28
; τί λόγους πλάττεις; Id.18.121, cf. Pl.Ap. 17c ;μὴ πλάσῃς κακόν Men.Mon. 145
;π. ἐπιστολήν Plb.5.42.7
: abs., δόξω πλάσας λέγειν I shall be thought to speak from invention, i.e. not the truth, Hdt.8.80, cf. X.Mem.2.6.37 :—[voice] Med.,πλάσασθαι τὸν τρόπον τὸν αὑτοῦ Lys.19.60
;ψεύδη X.An.2.6.26
;τῆς φιλανθρωπίας ἣν.. ἐπλάττετο D.18.231
; προφάσεις π. Id.19.215 ;τοιαῦτα πλάττεσθαι τολμᾶτε Id.28.9
;καιρὸν πλάττεσθαι Id.21.187
: abs., πλαττομένους πρὸς ἑαυτούς ( αὐτούς Bonitz) Arist.Rh. 1381b28 : c. inf., Νέρων εἶναι πλασάμενος pretending to be N., D.C.64.9;π. νοσεῖν Gal.19.1
:—[voice] Pass., οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος not fictitious, A.Pr. 1030 ; πεπλάσθαι φάσκοντες saying it was a forgery, Is.7.2 ; ;π. ὑπὸ ποιητῶν And.4.23
;ἐξ ὧν ἡ δίκη αὕτη πέπλασται D.52.12
. ( πλαθ-Ψω, cf. κορο-πλάθος, πηλο-πλάθος.) -
10 πλάτυσμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλάτυσμα
-
11 συντήκω
A fuse into one mass, [πῦρ] συντῆκον τὴν γῆν Antipho Soph.30
; weld together,ὑμᾶς σ. καὶ συμφυσῆσαι εἰς τὸ αὐτό Pl.Smp. 192d
; τὰ μόρια γόμφοις ς. Id.Ti. 43a;συμμιγνύειν καὶ σ. τὰς ψυχάς Plu.2.156c
.2 dissolve, liquefy,σ. καὶ διακρίνειν Thphr.CP6.13.2
; melt down,στέαρ PRev.Laws 50.17
(iii B.C.); consume,αὐτὰ ἑαυτά Arist.Long. 466b29
.3 metaph., cause to waste or pine away, (troch.);τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον Id.Med.25
.II [voice] Pass. συντήκομαι, [tense] aor. 1 συνετήχθην, [tense] aor. 2 συνετάκην [ᾰ]: intr. [tense] pf. [voice] Act. συντέτηκα:— to be fused into one mass,συγχυθέντων καὶ συντακέντων Plu.2.395c
;ᾠοῦ λέκιθος τούτοις.. διὰ μέλιτος.. συντακεῖσα Sor.2.13
;ἄλειμμα τὸ δι' ἐλαίου.., συντακέντος ὀλίγου κηροῦ Id.1.121
: metaph., c. dat., become absolutely one with..,γαμέτας συντηχθεὶς αὔραις.. ἀλόχοιο E.Supp. 1029
(lyr., dub.l.);κακὸς κακῷ συντέτηκε Id.Fr. 296
;ἀγαθὴ γυνὴ ἀνδρὶ συντέτηκε Id.Fr. 909.3
;συντακεὶς τῷ ἐρωμένῳ Pl.Smp. 192e
, cf. 183e.3 metaph., waste away,συντήκεσθαι ὑπὸ λιμοῦ Hp.VM11
, cf. Thphr.Od. 61(59), Sor.2.45, Gal.6.76; λύπαις, νόσῳ, E.El. 240, Or.34, cf. 283, Med. 689;πυρετοῖσι Aret.SD1.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντήκω
-
12 τῆξις
-
13 χύσις
A shedding, pouring out or forth,αἱμάτων Thphr.Fr.174.6
(pl.): metaph., squandering,οὐσίας Alciphr.1.21
.2 diffusion, e.g. of nutriment, Gal.6.87; opp. πίλησις, Id.Nat.Fac.1.3 (pl.); coupled with ἀνάλυσις, διάλυσις, Chrysipp.Stoic.2.136, cf. 188.3 melting,κηροῦ S.E.P.3.14
; casting, fusing, Str.16.2.25.4 dispersion,ἐν τῇ χ. τοῦ ἑνὸς πλῆθος γίγνεται Plot.6.6.1
.II liquid poured forth, flood, stream, ἐκχέασα γάποτον χ., of a libation, A.Ch.97;πόντου χ. Opp.H.5.78
;ὕδατος Arat.393
, A.R.4.1416: metaph, χρονίη χ. lapse of time, AP9.153 (Agath.).2 of dry things, heap,φύλλων χ. Od.5.483
, 19.443;νότος.. χύσιν κατεχεύατο φύλλων Call.Hec.1.1.11
, cf. AP9.282 (Antip.Thess.); .3 metaph. of fluency or copiousness of speech, ascribed to Cicero in contrast to the ὕψος ἀπότομον of Demosthenes,ὁ Κικέρων ἐν χύσει Longin.12.4
;ἡ χ. τῶν λέξεων Phld.Po.Herc. 1676.6
.4 quantity, abundance,σαρκῶν AP5.36
(Rufin.); χ. φαυλότητος a great deal of badness, Porph.Abst.3.2. -
14 ἑξαπλάσιος
A six times as large as,τινός Hdt.4.81
: abs., Plu.2.1020a, 1028f: neut. - πλάσιον κηροῦ six times as much wax, Orib.Fr.99.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξαπλάσιος
См. также в других словарях:
κηροῦ — κηρόομαι to be destroyed pres imperat mp 2nd sg κηρόομαι to be destroyed imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) κηρός bees wax masc gen sg κηρόω wax over pres imperat mp 2nd sg κηρόω wax over imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροτήξη — Ειδικό σύστημα τήξης το οποίο ανάγεται στην αρχαία μέθοδο του περσικού κηρού που χρησιμοποιούσαν ευρέως στην Αναγέννηση για την τήξη καλλιτεχνικών έργων ή όπλων μεγάλων διαστάσεων. Σήμερα η μ. εφαρμόζεται ευρύτατα στη βιομηχανία μηχανών για την… … Dictionary of Greek
CERA — alter Apum labor, quem ex floribus, sicut ex rore mel, illas conficere, tradit Aristoteles Histor. l. 5. c. 22. Vide quoque Senecam, Ep. 85. Corn. Celsum apud Philargyrum, Alios. Eam colligendi modum hunc refert Plin. Histor. l. 21. c. 14. Cera… … Hofmann J. Lexicon universale
CEREA Bulla — Imperatoribus Graecis in usu fuit, cum ad matrem, uxorem, filium scriberent; fuitque, sicut et plumbea, quam iidem in literis ad Despotam, Patriarchas et reliquos Principes honoratiores, adhibebant, ab accubitore pali vel annuli signata, ut,… … Hofmann J. Lexicon universale
εξαπλάσιος — α, ο (Α ἑξαπλάσιος, ία, ον και ιων. τ. έξαπλήσιος, ίη, ον) αυτός που είναι έξι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαπλάσιον ποσότητα εξαπλάσια («ἑξαπλάσιον κηροῡ», Ορειβασ.) … Dictionary of Greek
κεράς — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κηρέμπορος — ο έμπορος κηρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + ἔμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κηροδόχος — ο (Α κηροδόχος, ον) νεοελλ. 1. αυτός στον οποίο γίνεται η τήξη τού κηρού («χάλκινος λέβητας κηροδόχος») 2. φρ. «κηροδόχος δίσκος» ο δίσκος τού μανουαλιού στον οποίο στήνονται τα αναμμένα κεριά στην εκκλησία αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κηροδόχος (κατά… … Dictionary of Greek
κηροχύτης — ο ειδικό μελισσοκομικό όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται η τήξη τού κηρού για να συγκολληθούν οι κηρήθρες πάνω στα πλαίσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + χύτης (< χύτης < χέω), πρβλ. ελαιο χύτης, νερο χύτης] … Dictionary of Greek
κηρωτικός — ή, ό φρ. χημ. «κηρωτικό οξύ» οργανική ένωση, κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ που βρίσκεται σε ορισμένα είδη κηρού, όπως στο κερί τών μελισσών, στο κερί καρναούμπα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cerotic < cerot (πρβλ. κηρωτός) + ic (πρβλ … Dictionary of Greek
λανολίνη — Λιπαρή ουσία που περιβάλλει τις ίνες του μαλλιού των ζώων. Εξάγεται με φυγοκέντρηση εν θερμώ του νερού που προέρχεται από το πλύσιμο του ακατέργαστου μαλλιού, του οποίου αποτελεί τα 20% έως 30% του βάρους. Με την κατάλληλη επεξεργασία λαμβάνεται… … Dictionary of Greek