Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καταλίπᾰρος

См. также в других словарях:

  • καταλίπαρος — καταλίπαρος, ον (Α) πολύ λιπαρός, λιγδιασμένος …   Dictionary of Greek

  • καταλίπαρον — καταλίπαρος very greasy masc/fem acc sg καταλίπαρος very greasy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»