Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λίτρου

См. также в других словарях:

  • λίτρου — λίτρον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτροῦ — ἀ̱λιτροῦ , ἀλιταίνω sin imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀλιταίνω sin pres imperat mp 2nd sg (attic) ἀλιταίνω sin imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀ̱λιτροῦ , ἀλιτρέω imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀλιτρέω pres imperat …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως …   Dictionary of Greek

  • εκατοστόλιτρο — το μονάδα όγκου ή χωρητικότητας ίση προς το εκατοστό τού λίτρου …   Dictionary of Greek

  • κανάτι — (I) το 1. μικρό πήλινο δοχείο νερού, λαγήνι, σταμνί («ένα κανάτι νερό») 2. στον πληθ. τα κανάτια χάλκινα κασσιτερωμένα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί αντί για ποτήρια ή φλιτζάνια για το πρωινό τους ρόφημα ή για το κρασί τους 3. ουροδοχείο… …   Dictionary of Greek

  • κύαθος — Αγγείο της αρχαιότητας. Το σχήμα του μοιάζει με αυτό του κυπέλλου, με τη διαφορά ότι φέρει ευμεγέθη και κάθετη προς το χείλος λαβή. Το χρησιμοποιούσαν για να αντλούν κρασί από τον κρατήρα και να σερβίρουν τα αγγεία πόσεως. Λειτουργούσε και ως… …   Dictionary of Greek

  • λίτρα — η (AM λίτρα) νεοελλ. 1. παλαιά ονομασία τού λίτρου 2. βυζαντινή μονάδα βάρους τών νομισμάτων τής αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια νεοελλ. μσν. βενετικό νόμισμα ίσο με το 1 / 6 τού δουκάτου μσν. μονάδα επιφανείας ίση με το 1 / 40 τού μοδίου… …   Dictionary of Greek

  • λιτροπώλης — λιτροπώλης, ὁ (Α) πωλητής λίτρου, νίτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρον «νίτρον» + πώλης (< πωλῶ)] …   Dictionary of Greek

  • μιλιλίτρ — το μετρολ. μονάδα όγκου, με σύμβολο ml, η οποία είναι ίση προς το ένα χιλιοστό τού λίτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι ] …   Dictionary of Greek

  • σκαφιόλια — τά, Α (κατά τον Ησύχ.) μικρό αττικό μέτρο χωρητικότητας υγρών που περιλάμβανε δύο κόγχες ή τέσσερα μύστρα και ισοδυναμούσε με 0, 045 περίπου τού λίτρου, αλλ. κύαθοι …   Dictionary of Greek

  • υποδεκάλιτρο — το, Ν το ένα δέκατο τής λίτρας ή τού λίτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δεκάλιτρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Ἐφημερίς τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τής Ἑλλάδος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»