-
1 κηδεμονικός
κηδεμονικός, Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ φιλάνϑρωπος Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – τὸ κηδεμονικόν, = κηδεμ ονία, Pol. 32, 13, 12, Muson. Stob. fl. 67, 20. – Adv., κηδεμονικῶς καὶ φιλικῶς, Pol. 4, 32, 4, Luc. Conv. 46 u. Sp.
-
2 κηδεμονικος
-
3 κηδεμονικός
κηδεμονικόςprovident: masc nom sg -
4 κηδεμονικός
κηδεμονικός, Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend -
5 κηδεμονικός
A provident, careful,φίλος Plb.Fr.80
;νουθέτησις Phld.Lib.p.13
O.;παρρησία Plu.2.55b
;ἀνήρ Epict.Gnom.63
; τὸ κ., = foreg., Plb.31.27.12, Cic.Att.2.17.3, Muson.Fr.14p.73H.: [comp] Comp., J.BJ1.28.2: [comp] Sup., Ph. 2.288. Adv. - (Canopus, iii B.C.), Muson.Fr.15AP.79 H., Luc.Symp.46, etc.;κ. ἔχειν πρός τινα Plb.4.32.4
; κ. ὑποδεῖξαι, ἀποκρῖναι, J.AJ11.6.6, Sor.1.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηδεμονικός
-
6 κηδεμονικώτερον
κηδεμονικόςprovident: adverbial compκηδεμονικόςprovident: masc acc comp sgκηδεμονικόςprovident: neut nom /voc /acc comp sg -
7 κηδεμονικόν
κηδεμονικόςprovident: masc acc sgκηδεμονικόςprovident: neut nom /voc /acc sg -
8 κηδεμονικώτατα
κηδεμονικόςprovident: adverbial superlκηδεμονικόςprovident: neut nom /voc /acc superl pl -
9 κηδεμονικαί
κηδεμονικόςprovident: fem nom /voc pl -
10 κηδεμονικοί
κηδεμονικόςprovident: masc nom /voc pl -
11 κηδεμονικούς
κηδεμονικόςprovident: masc acc pl -
12 κηδεμονικωτάτην
κηδεμονικόςprovident: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
13 κηδεμονικωτέρους
κηδεμονικόςprovident: masc acc comp pl -
14 κηδεμονική
κηδεμονικόςprovident: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
15 κηδεμονικήν
κηδεμονικόςprovident: fem acc sg (attic epic ionic) -
16 κηδεμονικώτατοι
κηδεμονικόςprovident: masc nom /voc superl pl -
17 κηδεμονικώτατος
κηδεμονικόςprovident: masc nom superl sg -
18 κηδεμονικώτεροι
κηδεμονικόςprovident: masc nom /voc comp pl -
19 κηδεμονικώτερος
κηδεμονικόςprovident: masc nom comp sg -
20 κηδεμονικών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κηδεμονικός — provident masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονικός — ή, ό (ΑΜ κηδεμονικός, ή, όν) [κηδεμών] αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην κηδεμονία αρχ. 1. αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («κηδεμονικός φίλος», Πολ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κηδεμονικόν η κηδεμονία. επίρρ...… … Dictionary of Greek
κηδεμονικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον κηδεμόνα ή την κηδεμονία: Δείχνει κηδεμονική συμπεριφορά απέναντί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηδεμονικώτερον — κηδεμονικός provident adverbial comp κηδεμονικός provident masc acc comp sg κηδεμονικός provident neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονικῶν — κηδεμονικός provident fem gen pl κηδεμονικός provident masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονικόν — κηδεμονικός provident masc acc sg κηδεμονικός provident neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονικώτατα — κηδεμονικός provident adverbial superl κηδεμονικός provident neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονικαί — κηδεμονικός provident fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονικοί — κηδεμονικός provident masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονικοῦ — κηδεμονικός provident masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμονικούς — κηδεμονικός provident masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)