-
1 κεφαλ-αρχέω
κεφαλ-αρχέω, Heerführer sein, Eust.
-
2 κεφαλ-αργέω
κεφαλ-αργέω, att. für κεφαλαλγέω, Hesych.
-
3 κεφαλ-αργία
κεφαλ-αργία, ἡ, att. für κεφαλαλγία, Greg. Cor. 158; vgl. Luc. Iud. voc. 4.
-
4 κεφαλ-αλγός
κεφαλ-αλγός, = κεφαλαλγής 2, Plut. de sanit. tuend. p. 396, schwerlich richtig.
-
5 κεφαλ-αλγικός
κεφαλ-αλγικός, ή, όν, zum Kopfschmerze gehörig, geneigt, Galen.; – Kopfschmerz verursachend, Ath. I, 26 c II, 53 e.
-
6 κεφαλ-αλγητικός
κεφαλ-αλγητικός, ή, όν, = κεφαλαλγικός, v. l. bei Ath. a. a. O.
-
7 κεφαλ-αλγέω
κεφαλ-αλγέω, an Kopfschmerz leiden, Medic.
-
8 κεφαλ-αλγία
κεφαλ-αλγία, ἡ, der Kopfschmerz, Medic., Plut. u. a. Sp.
-
9 κεφαλ-αλγής
κεφαλ-αλγής, ές, 1) an Kopfschmerz leidend; Medic.; S. Emp. pyrrh. 2, 52. – 2) akt., Kopfschmerz verursachend; Xen. An. 2, 3, 15; Diphil. bei Ath. II, 54 a; Sp.
-
10 κεφαλ-ηγερέτης
κεφαλ-ηγερέτης, ὁ, Köpfeversammler, nach dem homerischen νεφεληγερέτης gebildet von Cratin., der den Perikles so nannte, Plut. Pericl. 3.
-
11 κεφαλ-άλγημα
κεφαλ-άλγημα, τό, der Kopfschmerz, erst Sp.
-
12 κεφαλ-ώδης
κεφαλ-ώδης, ες, = κεφαλοειδής, ῥίζα Theophr.
-
13 κεφαλάδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλάδιον
-
14 κεφαλῆφιν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλῆφιν
-
15 κεφαλαία
κεφᾰλ-αία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλαία
-
16 κεφαλαργία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλαργία
-
17 κεφαληδόν
κεφᾰλ-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαληδόν
-
18 κεφαλίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλίδιον
-
19 κεφαλίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλίζω
-
20 κεφαλικός
A of or for the head, of remedies, etc.,κ. ἔμπλαστροι Dsc.3.88
, cf. Asclep. ap. Gal.13.543;δυνάμεις Dsc.3.48
(v.l. κεφαλαλγικαῖς), cf. Arch.Pap. 4.270 (iii A.D.);δέλτοι Gal.2.607
; κεφαλική, ἡ, name of a herb, Griffith <*> Thompson Demotic Magical Papyrus versoiv 10. Adv. - after the manner of a head,Corp.Herm.
10.11.II touching the head or life,πράγματα PMag.Leid.V.5.13
; capital,δίκη POxy.2104.15
(iii A.D.);τιμωρία Rev.Bibl.35.285
([place name] Jerusalem), Cod.Just.1.12.3.2 (Theodosius II), Just.Nou.85.3.1; κίνδυνος ib.123.31. Adv. -κῶς, κολασθήσεσθαι to be punished capitally, Hdn.2.13.9;τιμωρεῖσθαι Just. Nou.123.31
, cf. Cod.Just.9.4.6.4.IV κ. σμίλη sharp, strong chisel, Gal.2.607.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλικός
См. также в других словарях:
κεφαλ(λ)ονίτικος — και κεφαλληνιακός, ή, ό [κεφαλ(λ)ονίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προέρχεται από την Κεφαλ(λ)ονιά («κεφαλονίτικος χορός») … Dictionary of Greek
Κεφαλ(λ)ονίτης — και Κεφαλλήν, και Κεφαλονιώτης, ο, θηλ. Κεφαλ(λ)ονίτισσα (ΑΜ Κεφαλλήν, ήνος, θηλ. Κεφαλληνίς, ίδος, Μ αρσ. και Κεφαλληνός και Κεφαλληνιός) αυτός που κατάγεται από την Κεφαλληνία ή ο κάτοικος τής Κεφαλληνίας … Dictionary of Greek
κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… … Dictionary of Greek
κομμοκεφαλιάζω — (Μ) αποκεφαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμός (Ι) «κόψιμο» (< κόπτω) + κεφαλ ιάζω (< κεφάλι), πρβλ. πονο κεφαλ ιάζω, σπαζο κεφαλ ιάζω] … Dictionary of Greek
καρούλα — η 1. εξόγκωμα στο κεφάλι από χτύπημα 2. φλύκταινα, φουσκάλα τού δέρματος με υγρό, που δημιουργείται από έγκαυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρούλι + μεγεθ. κατάλ. α κατά το σχήμα κεφάλ ι: κεφάλ α] … Dictionary of Greek
κεφαλονιψία — η και κεφαλόνιπτρον, το (Μ κεφαλονιψία και κεφαλόνιπτρον) μεσαιωνικό έθιμο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κατά το οποίο οι χριστιανοί μια μέρα τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, συνήθως την Κυριακή τών Βαΐων, έλουζαν το κεφάλι ή και όλο το σώμα τους.… … Dictionary of Greek
ποδάρας — και ποδαράς, ο, θηλ. ποδαρού, Ν άτομο με πολύ μεγάλα πόδια ή πέλματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρα (πρβλ. κεφάλ ας: κεφάλ α)] … Dictionary of Greek
προκοίλας — και προκοιλάς, ο, Ν αυτός που έχει προκοίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προκοίλι + κατάλ. ας/ άς (πρβλ. κεφάλ ας/κεφαλ άς)] … Dictionary of Greek
anthocephalous — anthocephalous, a. (ænθəʊˈsɛfələs) [f. Gr. ἄνθο ς flower + κεϕαλ ος comb. adj. form of κεϕαλ ή head + ous.] Having a flower like head. in Craig … Useful english dictionary
Kefalotiry — Kefalotýri Kefalotýri Pays d’origine Grèce Lait de brebis modifier … Wikipédia en Français
Kefalotyri — Kefalotýri Kefalotýri Pays d’origine Grèce Lait de brebis modifier … Wikipédia en Français