-
1 κεφαλ-ηγερέτης
κεφαλ-ηγερέτης, ὁ, Köpfeversammler, nach dem homerischen νεφεληγερέτης gebildet von Cratin., der den Perikles so nannte, Plut. Pericl. 3.
-
2 κεφαληγερέτης
κεφαλ-ηγερέτης, ὁ, Köpfeversammler -
3 κεφαληγερετης
См. также в других словарях:
κεφαληγερέτης — κεφαληγερέτης, ου, δωρ. τ. κεφαληγερέτος, ὁ (Α) (κατά το νεφεληγερέτης, ως κωμ. επίθ. τού Περικλέους) αυτός που η κεφαλή του έχει σχήμα μυτερό στην κορυφή τού κρανίου («ὃv δὴ κεφαληγερέταν θεοὶ καλέουσι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * +… … Dictionary of Greek