Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κεφαλᾶ

См. также в других словарях:

  • Κεφαλά — Κεφαλά̱ , Κεφαλή fem nom/voc/acc dual Κεφαλά̱ , Κεφαλή fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλά — κεφαλά̱ , κεφαλή fem nom/voc/acc dual (epic) κεφαλά̱ , κεφαλή fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 165 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * η 1. μεγάλο σε μέγεθος κεφάλι 2. (σκωπτικά για πρόσ.) ανόητος ή… …   Dictionary of Greek

  • κεφάλα — η μεγεθυντικό του κεφαλή, μεγάλη κεφαλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κεφαλᾷ — Κεφαλή fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλᾷ — κεφαλή fem dat sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άνω Κεφάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 24 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουκολιών …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Κεφάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στη μέση του νομού, 30 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουκολιών …   Dictionary of Greek

  • КЕФАЛА —    • Κεφαλα̃ς,          см. Anthologia graeca, Греческая антология …   Реальный словарь классических древностей

  • Κεφαλᾶι — Κεφαλᾷ , Κεφαλή fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλᾶι — κεφαλᾷ , κεφαλή fem dat sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»