-
1 κεύθεα
κεύ̱θεα, κεῦθοςthe depths: neut nom /voc /acc pl (epic ionic) -
2 κεῦθος
1 hollow ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας (sc. Διόσκουροι) N. 10.56 κευθεα[ ?fr. 334a. 12. -
3 κεῦθος
A = κευθμών, ὑπὸ κεύθεσι γαίης in the depths of the earth, Il.22.482, Od.24.204, Hes.Th. 300, cf. Pi.N.10.56, A.Eu. 1036 (lyr.): in sg., κ. [Ἀπίας χθονός] Id.Supp. 778 (lyr.), cf. Epic. in Arch.Pap.7.7;κ. νεκύων S.Ant. 818
(anap.); κ. οἴκων the innermost chambers, like μυχός, E.Alc. 872 (lyr.); κεύθεα νηοῦ, = ἄδυτον, Musae.119;κ. πόντου Opp.H.4.607
.
См. также в других словарях:
κεύθεα — κεύ̱θεα , κεῦθος the depths neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεύθος — κεῡθος, τὸ (Α) [κεύθω] κευθμών*, κρυψώνας, βάθος, άδυτο, ενδότερο σημείο (α. «ὑπὸ κεύθεσι γαίης» στα βάθη τής γης, Ομ. Ιλ. β. «κεῡθος οἴκων» τα εσωτερικά δωμάτια τών σπιτιών, Ευρ. γ. κεῡθος πόντου» τα βάθη τής θάλασσας, Οππ. δ. «κεύθεα νηοῡ» το… … Dictionary of Greek