-
101 ἐφεξῆς
A in order, in a row, one after another,ἵζεσθαι Hdt.5.18
; ; , etc.; ἵστασθ' ἐ. πάντες all in a row, Id.Fr. 66;ἐ. ἐπὶ κέρως τεταγμέναι Eub.67.4
, Xenarch.4.6;φάλαγγα βάθος ἐ. X.HG7.5.23
;τὰ ἐ. λεγόμενα Pl.Sph. 261d
;ἵν' ἐ. ἡμῖν ὁ λόγος ἴῃ Id.Plt. 281d
;τὰς πράξεις ἐ. διελθεῖν Isoc.4.26
; ἐ. ἀποκρίνεσθαι in a connected manner, Ruf.Interrog.2: c. Art.,ᾖα τὰς ἐ. [πολιτείας] ἐρῶν Pl. R. 449a
, cf. Lg. 696e; ἡ ἐ. γωνία the adjacent angle, Euc.1.14; αἱ ἐ. τομαί adjacent sections, of branches of a hyperbola and its conjugate, Apollon. Perg.Con.2.19; γραμμαὶ ἐ. κείμεναι a series of straight lines, Archim.Spir.10; ἡ ἐ. [οἰκία] next door, Men.Inc.2.31;τὸ ἐ. ῥητέον Pl.Phdr. 239d
, cf. Arist.Cael. 281a28, etc.2 c. dat., next to, Pl. Prm. 149a, al.;τὸ ἐ. τούτοις Id.Phlb. 34d
;ἐ. τοῖς εἰρημένοις Arist. Pol. 1294a32
: rarely c. gen., [ γωνίας] Pl. Ti. 55a.II successively, continuously, esp. withπᾶς, ἐ. πάντας X. Oec.12.10
;δῃοῦν πᾶσαν τὴν γῆν ἐ. Id.HG4.6.4
;τὴν Ἑλλάδα πᾶσαν ἐ. ἁρπάζειν D.8.55
;μὴ τοῖς αἰτίοις, ἀλλὰ πᾶσιν ἐ. ὀργίζεσθαι Id.Prooem.38.2
.2 less freq. of Time,τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς Hdt.2.77
, cf. Lys.19.52;ἐ. τέτταρες Ar. Ra. 915
;δὶς ἐ. Call. Epigr.37
.3 thereupon, immediately afterwards,εὐθὺς ἐ. D.18.31
;εἰσελθὼν οἴκαδε καὶ ἐ. οὑτωσὶ καθεζόμενος Id.21.119
. -
102 ἑλιξόκερως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλιξόκερως
-
103 ὀλιγοκέρως
A with small horns, Gp.18.1.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλιγοκέρως
-
104 ὀξυκέρως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυκέρως
-
105 ὀρθοκέρως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθοκέρως
-
106 ὑψικέρως
A high-horned,ἔλαφος Od.10.158
;ὑψίκερω.. φάσμα ταύρου S. Tr. 507
(lyr.): metaplast. acc., ὑψικέρᾱτα πέτραν a high-peaked rock, Pi.Fr. 325: acc. fem.,ὑψικέραν βοῦν B.15.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψικέρως
-
107 ὑψίκερως
ὑψί-κερως ( κέρας): with lofty antlers, Od. 10.158†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑψίκερως
-
108 ἀεξίκερως
ἀεξί-κερως, mit großen Hörnern; die Hörner vergrößernd -
109 αἰγόκερως
αἰγό-κερως, dasselbe, als adj. ziegenhornig -
110 αἰπύκερως
-
111 ἄκερως
ἄ-κερως, ἀ-κέρωτος, ungehörnt -
112 ἀκέρωτος
ἄ-κερως, ἀ-κέρωτος, ungehörnt -
113 ἀμφίκερως
-
114 ἀσελγόκερως
ἀσελγό-κερως, mit übermäßig großen Hörnern; von dem ehernen Widder auf der Burg -
115 βρῑθύκερως
-
116 ἑλιξόκερως
ἑλιξό-κερως, κριός, mit gewundenen Hörnern -
117 εὔκερως
-
118 εὐρύκερως
εὐρύ-κερως, ωτος, mit breiten Hörnern, breitem Geweih, Dammhirsche -
119 καλλίκερως
καλλί-κερως, ωτος, schön gehörnt -
120 κέρας
κέρας, das Horn; (1) Horn, Geweih, gew. von Rindern; ὀφϑαλμοὶ δ' ὡσεὶ κέρα ἕστασαν, fest u. starr wie Hörner. Auch das Horn am Hufe der Tiere. (2) das Horn als Material zu künstlicher Verarbeitung; alles aus Horn Gemachte; (a) der Bogen; κέρᾳ ἀγλαέ, durch den Bogen berühmt; (b) das Horn an der Angelschnur, welches den Fisch verhindert, die Angelschnur zu durchbeißen; (c) Steg an der Lyra; (d) Trinkhorn, wozu man ursprünglich die Hörner des Ochsen nahm, später auch von Metall. (3) Horn als musikalisches Instrument. (4) der Arm eines Stromes. (5) der Flügel eines Heeres, einer Flotte; κατὰ κέρας συμπίπτειν, προςβάλλειν τοῖς πολεμίοις, in den Flanken angreifen; ἐπὶ κέρας ἀνάγειν τὰς νῆας, in langer Reihe, so daß ein Schiff dem andern folgt; ἐκ κέρατος εἰς φάλαγγα καταστῆσαι, aus der cotonnenförmigen Marschordnung in die gedrängte Phalanx aufmarschieren lassen. Aber ἐπὶ κέρως = auf der Flanke, Ggstz ἐπὶ μετώπου. (6) τοῦ ὄρους, Bergspitze; von anderen Hervorragungen, Spitzen, Enden, κάλαμον (Schreibrohr). (7) = κεραία, Segelstange, Raa. (9) κέρατα ποιεῖν τινι, einem Hörner aufsetzen, ihn zum Hahnrei machen. (10) ein sophistischer Trugschluß
См. также в других словарях:
κέρως — κέρας Aër. neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίκερως — ο, η (Α καλλίκερως) αυτός που έχει ωραία κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κερως (< κέρας, πρβλ. αττ. γεν. κέρως < *κέρα ος), πρβλ. ολιγό κερως ορθό κερως] … Dictionary of Greek
κολοβόκερως — κολοβόκερως, ω (Α) κολοβοκέρατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + κερως (< κέρας, πρβλ. αττ. γεν. κέρως < *κέρα ος), πρβλ. μελάγ κερως, πλατύ κερως] … Dictionary of Greek
μηλόκερως — και μηλόκερος, ὁ (ΑΜ) αυτός που έχει κέρατα προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + κερος και κέρως (< κέρας, γεν. αττ. κέρως), πρβλ. αιγό κερως, μονό κερως] … Dictionary of Greek
ετερόκερος — η, ο και ετερόκερως, ων 1. αυτός που έχει κέρατα ανόμοια μεταξύ τους 2. το αρσ. ως ουσ. ο ετερόκερος γένος κολεόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κερος ή κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] … Dictionary of Greek
ευρυθμόκερως — εὐρυθμόκερως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) (για βόδια και ελάφια) ο ευρύκερως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύρυθμος + κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] … Dictionary of Greek
ευρύκερως — ο (Α εὐρύκερως, ωτος, ὁ, ἡ) νεοελλ. ονομασία πτηνού τής Μαδαγασκάρης αρχ. (για βόδια και ελάφια) με πλατιά κέρατα, με κέρατα τών οποίων απλώνονται οι διακλαδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] … Dictionary of Greek
εύκερως — ων (Α εὔκερως, ων και ασυναίρ. εὐκέραος, ον, μτγν. τ. εὐκεράως, ων, ποιητ. τ. ἠΰκερος) νεοελλ. ζωολ. το θηλ. ως ουσ. η εύκερως γένος υμενόπτερων εντόμων αρχ. αυτός που έχει ωραία κέρατα. επίρρ... εὐκεράως (Α) με ωραία κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ +… … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
μεγαλόκερος — και μεγάκερως, ο (Α μεγαλόκερως, ων, Μ μεγαλόκερος, ον) νεοελλ. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος γιγαντιαίας άλκης το οποίο ανήκει στην οικογένεια cervidae μσν. αρχ. αυτός που έχει μεγάλα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κερως (< κέρας), πρβλ.… … Dictionary of Greek
μελάγκερως — μελάγκερως, ων (Α) αυτός που έχει μαύρα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κερως (< κέρας), πρβλ. μεγά κερως, μονό κερως] … Dictionary of Greek