Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πλατύ-κερως

См. также в других словарях:

  • κολοβόκερως — κολοβόκερως, ω (Α) κολοβοκέρατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + κερως (< κέρας, πρβλ. αττ. γεν. κέρως < *κέρα ος), πρβλ. μελάγ κερως, πλατύ κερως] …   Dictionary of Greek

  • πλατύκερως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πλατιά κέρατα («πλατύκερως ἔλαφος», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + κέρως (< κέρας, ατος), πρβλ. μονό κερως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»