-
1 κεραμεά
κεραμεᾶ̱, κεραμεοῦςof clay: neut nom /voc /acc pl (attic)κεραμεοῦςof clay: neut nom /voc /acc pl (attic)κεραμεοῦςof clay: fem nom /voc /acc dual (attic)κεραμεᾶ̱, κεραμεοῦςof clay: fem nom /voc sg (attic)——————κεραμεᾷ̱, κεραμεοῦςof clay: fem dat sg (attic) -
2 κεραμέα
κεραμέᾱ, κεράμεοςof clay: fem nom /voc /acc dualκεραμέᾱ, κεράμεοςof clay: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)κεραμέᾱ, κεραμεύςpotter: masc acc sg——————κεραμέᾱͅ, κεράμεοςof clay: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 Κεραμέα
Κεραμέᾱ, Κεραμεῖςpotter: masc acc sg -
4 κεραμεᾶ
Βλ. λ. κεραμεά -
5 κεραμεᾷ
Βλ. λ. κεραμεά -
6 κεραμέᾳ
Βλ. λ. κεραμέα -
7 κεράμεα
κεράμεοςof clay: neut nom /voc /acc pl -
8 κεραμέας
κεραμέᾱς, κεράμεοςof clay: fem acc plκεραμέᾱς, κεράμεοςof clay: fem gen sg (attic doric aeolic)κεραμέᾱς, κεραμεύςpotter: masc acc pl -
9 Κεραμέας
Κεραμέᾱς, Κεραμεῖςpotter: masc acc pl -
10 κεραμέαι
κεραμέᾱͅ, κεράμεοςof clay: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 κεραμέαν
κεραμέᾱν, κεράμεοςof clay: fem acc sg (attic doric aeolic) -
12 κύλιξ
κύλιξ, ικος, ἡ (vgl. κύλη, κοῖλος, die Alten leiten es ab von κυλίεσϑαι τῷ τροχῷ), Becher, Pokal; gew. thönern, κεραμέα Plat. Lys. 219 e; doch auch von Metall, Eust.; κυλίκων τέρψις Soph. Ai. 1179; κυλίκων ἁμίλλαις Eur. Rhes. 363; comic. bei Ath. XI, 480 c ff; λέγειν ἐπὶ τῇ κύλικι, beim Becher sprechen, Plat. Conv. 214 a, wie λόγοι ἐπὶ τῇ κύλικι Luc. Tim. 55; auch ἐπὶ τῆς κύλικος φλυαρῶν, D. L. 2, 82; παρὰ τὴν κύλικα, Plut. Ant. 24; vgl. κυλικηγορέω u. ἐπικυλίκειος; – οἱ πρὸς ταῖς κύλιξι, die Mundschenken, Hdn. 3, 5, 9.
-
13 κεραμαῖος
-
14 κοτταβίς
-
15 στεγασμα
-
16 κεραμεάν
κεράμεοςof clay: masc /fem gen pl (doric)κεραμεᾶ̱ν, κεραμεοῦςof clay: fem acc sg (attic) -
17 κεραμεᾶν
κεράμεοςof clay: masc /fem gen pl (doric)κεραμεᾶ̱ν, κεραμεοῦςof clay: fem acc sg (attic) -
18 κεραμεάς
-
19 κεραμεᾶς
-
20 κεραμεοῦς
A of clay or earth, earthen, , cf. IG22.463.51, Thphr.HP5.3.2, Phld.Mort.39, Dsc.1.71; τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Alex.Mynd. ap. Ath.9.398d:—other spellings found in codd. are [full] κεράμειος, Plu.Galb.12; [full] κεράμεος, Pl.Ly. 219e, Ctes.Fr.51 M., Antiph.163.5, Theophil.2, cf. κεράμεα· ὁ παντοδαπὸς κέραμος, Hsch., and κεράμεον, τό, collect., = tile-work, BCH36.197 (Delos, iii/ii B.C.); [full] κεραμαῖοις, Plb.10.44.2, v.l. in Ph.2.273; [full] κεραμιαῖος, ibid. (v.l.), Gp.2.18.14; [full] κεράμιος, Str.17.2.3; [full] κεραμοῦς, Heraclid. Tar. ap.Gal.13.827.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμεοῦς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κεραμέα — κεραμέᾱ , κεράμεος of clay fem nom/voc/acc dual κεραμέᾱ , κεράμεος of clay fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κεραμέᾱ , κεραμεύς potter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεᾶ — κεραμεᾶ̱ , κεραμεοῦς of clay neut nom/voc/acc pl (attic) κεραμεοῦς of clay neut nom/voc/acc pl (attic) κεραμεοῦς of clay fem nom/voc/acc dual (attic) κεραμεᾶ̱ , κεραμεοῦς of clay fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεᾷ — κεραμεᾷ̱ , κεραμεοῦς of clay fem dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραμέα — Κεραμέᾱ , Κεραμεῖς potter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέᾳ — κεραμέᾱͅ , κεράμεος of clay fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράμεα — κεράμεος of clay neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέας — κεραμέᾱς , κεράμεος of clay fem acc pl κεραμέᾱς , κεράμεος of clay fem gen sg (attic doric aeolic) κεραμέᾱς , κεραμεύς potter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέαι — κεραμέᾱͅ , κεράμεος of clay fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέαν — κεραμέᾱν , κεράμεος of clay fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραμέας — Κεραμέᾱς , Κεραμεῖς potter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμευτικός — ή, ό (ΑΜ κεραμευτικός, ή, όν) [κεραμευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην τέχνη του 2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμευτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού κεραμέα, η κεραμική 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεραμευτικά πήλινα είδη,… … Dictionary of Greek