-
1 κεραμιαῖος
κεραμιαῖος, f. L. für κεραμεοῦς, Geopon.
-
2 κεραμεοῦς
A of clay or earth, earthen, , cf. IG22.463.51, Thphr.HP5.3.2, Phld.Mort.39, Dsc.1.71; τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Alex.Mynd. ap. Ath.9.398d:—other spellings found in codd. are [full] κεράμειος, Plu.Galb.12; [full] κεράμεος, Pl.Ly. 219e, Ctes.Fr.51 M., Antiph.163.5, Theophil.2, cf. κεράμεα· ὁ παντοδαπὸς κέραμος, Hsch., and κεράμεον, τό, collect., = tile-work, BCH36.197 (Delos, iii/ii B.C.); [full] κεραμαῖοις, Plb.10.44.2, v.l. in Ph.2.273; [full] κεραμιαῖος, ibid. (v.l.), Gp.2.18.14; [full] κεράμιος, Str.17.2.3; [full] κεραμοῦς, Heraclid. Tar. ap.Gal.13.827.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμεοῦς
См. также в других словарях:
κεραμιαίος — κεραμιαῑος, α, ον (Μ) [κέραμος] κεραμεούς* … Dictionary of Greek
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek