-
1 κεραμεοῦς
-
2 κεραμιαῖος
κεραμιαῖος, f. L. für κεραμεοῦς, Geopon.
-
3 κεράμειος
-
4 κεράμιος
κεράμιος, = κεράμειος, irden, thönern; πλίνϑοι κεράμιαι Xen. An. 3, 4, 7; Folgde; oft v. l. für κεράμεος u. κεραμεοῦς.
См. также в других словарях:
κεραμεοῦς — of clay masc acc pl (attic epic) κεραμεοῦς of clay masc nom sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεούς — κεραμεοῡς, ᾱ, οῡν (Α) [κέραμος] αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος … Dictionary of Greek
κεραμέους — κεράμεος of clay masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεοῦν — κεραμεοῦς of clay masc acc sg (attic epic) κεραμεοῦς of clay neut nom/voc/acc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεᾶς — κεραμεοῦς of clay fem acc pl (attic) κεραμεᾶ̱ς , κεραμεοῦς of clay fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεῶν — κεραμεοῦς of clay fem gen pl (attic epic) κεραμεοῦς of clay masc/neut gen pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεαῖ — κεραμεοῦς of clay fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεαῖς — κεραμεοῦς of clay fem dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεοῖ — κεραμεοῦς of clay masc nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεοῖς — κεραμεοῦς of clay masc/neut dat pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεοῦ — κεραμεοῦς of clay masc/neut gen sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)