Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κεραμεοῦς

См. также в других словарях:

  • κεραμεοῦς — of clay masc acc pl (attic epic) κεραμεοῦς of clay masc nom sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεούς — κεραμεοῡς, ᾱ, οῡν (Α) [κέραμος] αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος …   Dictionary of Greek

  • κεραμέους — κεράμεος of clay masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεοῦν — κεραμεοῦς of clay masc acc sg (attic epic) κεραμεοῦς of clay neut nom/voc/acc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεᾶς — κεραμεοῦς of clay fem acc pl (attic) κεραμεᾶ̱ς , κεραμεοῦς of clay fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεῶν — κεραμεοῦς of clay fem gen pl (attic epic) κεραμεοῦς of clay masc/neut gen pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεαῖ — κεραμεοῦς of clay fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεαῖς — κεραμεοῦς of clay fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεοῖ — κεραμεοῦς of clay masc nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεοῖς — κεραμεοῦς of clay masc/neut dat pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεοῦ — κεραμεοῦς of clay masc/neut gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»