-
1 κεράμειος
-
2 κεράμειος,
κεράμειος, u. κεράμεος, irden -
3 κεράμεος
κεράμειος, u. κεράμεος, irden -
4 κεραμεοῦς
-
5 κεραμήϊος
κεραμήϊος, ion. u. ep. = κεράμειος; Hom. ep. 14, 14; Nic. Ther. 80.
-
6 κεράμιος
κεράμιος, = κεράμειος, irden, thönern; πλίνϑοι κεράμιαι Xen. An. 3, 4, 7; Folgde; oft v. l. für κεράμεος u. κεραμεοῦς.
См. также в других словарях:
κεράμειος — α, ο (Α κεράμειος, ον και ιων. τ. κεραμήϊος, ίη, ιον) [κέραμος] κατασκευασμένος από πηλό, πήλινος («μηδὲν ἀργυροῡν, ἀλλὰ κεράμεια πάντα προσφέρειν καὶ παρατιθέναι τοὺς ὑπηρέτας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
Marmaris — Administration Pays … Wikipédia en Français
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
κεράμεος — κεράμεος, ον (ΑΜ) [κέραμος] κεράμειος* μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κεραμέα η στέγη … Dictionary of Greek
κεράμιος — α, ο(ν) (Α κεράμιος, ία, ον) [κέραμος] 1. κεράμειος*. 2. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο(ν) αγγείο από πηλό, πήλινο αγγείο, υδρία («οἴνου δὲ κεράμια χίλια», Ξεν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο γένος ροδοφυκών τής οικογένειας ceramiaceae αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κεραμήιος — κεραμήϊος, ίη, ον, θηλ. και κεραμηΐς (Α) βλ. κεράμειος … Dictionary of Greek
κεραμεούς — κεραμεοῡς, ᾱ, οῡν (Α) [κέραμος] αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος … Dictionary of Greek