-
1 κεραμιαῖος
κεραμιαῖος, f. L. für κεραμεοῦς, Geopon.
См. также в других словарях:
κεραμιαίος — κεραμιαῑος, α, ον (Μ) [κέραμος] κεραμεούς* … Dictionary of Greek
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek