-
1 κεράμειος
-
2 κεραμειος
-
3 Κεραμειος
κόλπος ὅ Xen. = Κεραμικὸς κόλπος -
4 κεράμειος,
κεράμειος, u. κεράμεος, irden -
5 κεράμειος
εία, ον глиняный -
6 κεράμειος
κερᾰμ-ειος, v. sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεράμειος
-
7 κεράμεος
κεράμειος, u. κεράμεος, irden -
8 κεραμεος
-
9 κεραμηιος
-
10 κεραμεοῦς
-
11 κεραμήϊος
κεραμήϊος, ion. u. ep. = κεράμειος; Hom. ep. 14, 14; Nic. Ther. 80.
-
12 κεράμιος
κεράμιος, = κεράμειος, irden, thönern; πλίνϑοι κεράμιαι Xen. An. 3, 4, 7; Folgde; oft v. l. für κεράμεος u. κεραμεοῦς.
-
13 κεραμεοῦς
A of clay or earth, earthen, , cf. IG22.463.51, Thphr.HP5.3.2, Phld.Mort.39, Dsc.1.71; τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Alex.Mynd. ap. Ath.9.398d:—other spellings found in codd. are [full] κεράμειος, Plu.Galb.12; [full] κεράμεος, Pl.Ly. 219e, Ctes.Fr.51 M., Antiph.163.5, Theophil.2, cf. κεράμεα· ὁ παντοδαπὸς κέραμος, Hsch., and κεράμεον, τό, collect., = tile-work, BCH36.197 (Delos, iii/ii B.C.); [full] κεραμαῖοις, Plb.10.44.2, v.l. in Ph.2.273; [full] κεραμιαῖος, ibid. (v.l.), Gp.2.18.14; [full] κεράμιος, Str.17.2.3; [full] κεραμοῦς, Heraclid. Tar. ap.Gal.13.827.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμεοῦς
-
14 κεραμήϊος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμήϊος
См. также в других словарях:
κεράμειος — α, ο (Α κεράμειος, ον και ιων. τ. κεραμήϊος, ίη, ιον) [κέραμος] κατασκευασμένος από πηλό, πήλινος («μηδὲν ἀργυροῡν, ἀλλὰ κεράμεια πάντα προσφέρειν καὶ παρατιθέναι τοὺς ὑπηρέτας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
Marmaris — Administration Pays … Wikipédia en Français
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
κεράμεος — κεράμεος, ον (ΑΜ) [κέραμος] κεράμειος* μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κεραμέα η στέγη … Dictionary of Greek
κεράμιος — α, ο(ν) (Α κεράμιος, ία, ον) [κέραμος] 1. κεράμειος*. 2. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο(ν) αγγείο από πηλό, πήλινο αγγείο, υδρία («οἴνου δὲ κεράμια χίλια», Ξεν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο γένος ροδοφυκών τής οικογένειας ceramiaceae αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κεραμήιος — κεραμήϊος, ίη, ον, θηλ. και κεραμηΐς (Α) βλ. κεράμειος … Dictionary of Greek
κεραμεούς — κεραμεοῡς, ᾱ, οῡν (Α) [κέραμος] αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος … Dictionary of Greek