Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κεντρ-όω

См. также в других словарях:

  • κέντρ' — κέντρα , κέντρον any sharp point neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνίτις — καπνῑτις και καπνίτης, ἡ (Α) ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + ῖτις (πρβλ. ανθρακ ίτις, κεντρ ίτις). Το φυτό «καπνίτις» έλαβε αυτή την ονομασία είτε λόγω τού χρώματος τών φύλλων του είτε, πράγμα που φαίνεται λιγότερο πιθανό, επειδή ο χυμός… …   Dictionary of Greek

  • κληματίτις — κληματῖτις, ιδος, ἡ (Α) 1. (ως επίθ. για άμπελο) αυτή που έχει μακριά αναρριχώμενα κλαδιά («κληματῖτις ἀριστολόχεια», Διοσκ.) 2. ως ουσ. το φυτό κληματίς ή λευκάμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατος + επίθημα ῖτις, ίτιδος (πρβλ. κεγχρ ίτις, κεντρ… …   Dictionary of Greek

  • σενόνιος — και εσφ. γρφ. σενώνιος, α, ο, Ν φρ. «σενόνια βαθμίδα» ή, απλώς, «το σενόνιο» γεωλ. μεγάλη υποδιαίρεση τού ανώτερου κρητιδικού και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. senonien… …   Dictionary of Greek

  • enek̂-, nek̂-, enk̂-, n̥k̂- (*henek-) —     enek̂ , nek̂ , enk̂ , n̥k̂ (*henek )     English meaning: to reach; to obtain     Deutsche Übersetzung: “reichen, erreichen, erlangen” and (nur Gk. Bal. Slav.) “tragen”     Material: O.Ind. asnōti, Av. ašnaoiti (*n̥k̂ neu ) “ if something is… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • barycentric — adjective see barycenter * * * barycentric, a. (bærɪˈsɛntrɪk) [f. Gr. βαρύ ς heavy + κέντρ ον centre + ic.] Of or pertaining to the centre of gravity …   Useful english dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»