-
1 κεντρίτης
A v. κεντρίνης 111.III fem. [suff] κεντρ-ῖτις, ιδος, ἡ, place where a horse is tapped for dropsy, Hippiatr.38.2 κ. βοτάνη, magical plant, PMag.Par.1.773.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντρίτης
См. также в других словарях:
καπνίτις — καπνῑτις και καπνίτης, ἡ (Α) ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + ῖτις (πρβλ. ανθρακ ίτις, κεντρ ίτις). Το φυτό «καπνίτις» έλαβε αυτή την ονομασία είτε λόγω τού χρώματος τών φύλλων του είτε, πράγμα που φαίνεται λιγότερο πιθανό, επειδή ο χυμός… … Dictionary of Greek
κληματίτις — κληματῖτις, ιδος, ἡ (Α) 1. (ως επίθ. για άμπελο) αυτή που έχει μακριά αναρριχώμενα κλαδιά («κληματῖτις ἀριστολόχεια», Διοσκ.) 2. ως ουσ. το φυτό κληματίς ή λευκάμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατος + επίθημα ῖτις, ίτιδος (πρβλ. κεγχρ ίτις, κεντρ… … Dictionary of Greek