Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κενοῦ

См. также в других словарях:

  • κενοῦ — κενός empty masc/neut gen sg κενόω empty pres imperat mp 2nd sg κενόω empty imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κένου — κενόω empty pres imperat act 2nd sg κενόω empty imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλεκτρονικός σωλήνας κενού — Γενική ονομασία μιας μεγάλης κατηγορίας ηλεκτρονικών σωλήνων, που χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι στον σωλήνα που διαρρέεται από ηλεκτρονικό ρεύμα έχει πραγματοποιηθεί απόλυτο σχεδόν κενό. Διακρίνονται βασικά σε τρεις τύπους, ανάλογα με τον… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητική διαπερατότητα — Η ιδιότητα των σωμάτων να είναι διαπερατά από μαγνητικές γραμμές· ακριβέστερα, ως (σχετική) μ.δ. ενός σώματος ορίζεται ο λόγος της μαγνητικής ροής που το διαρρέει όταν αυτό βρίσκεται εντός ομογενούς μαγνητικού πεδίου, προς τη μαγνητική ροή μιας… …   Dictionary of Greek

  • ανορθωτής — Συσκευή, χωρίς κινούμενα όργανα, που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε κυματόρευμα μιας κατεύθυνσης και εκμεταλλεύεται γι’ αυτό την ιδιότητα ενός στοιχείου (ανορθωτικό στοιχείο) να επιτρέπει τη διέλευση του ρεύματος… …   Dictionary of Greek

  • δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο, φωτοηλεκτρικό — Όργανο βασιζόμενο στην ιδιότητα που έχουν κάποια μέταλλα να εκπέμπουν ηλεκτρόνια (φωτοηλεκτρισμός), όταν δέχονται κατάλληλη ηλεκτρομαγνητική (φωτεινή) ακτινοβολία. Τα φ.κ. κενού αποτελούνται από μια γυάλινη αμπούλα, στην οποία έχει… …   Dictionary of Greek

  • λυοφιλίωση ή λυοφίλιση — Μέθοδος ξήρανσης, η οποία βασίζεται στην εξάτμιση του νερού σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και εφαρμόζεται στην επεξεργασία ουσιών που διασπώνται ή αλλοιώνονται εύκολα με τη θέρμανση. Ο όρος λ. προέρχεται από το γεγονός ότι οι ουσίες που… …   Dictionary of Greek

  • αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»