-
1 κενού
κενόςempty: masc /neut gen sgκενόωempty: pres imperat mp 2nd sgκενόωempty: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
2 κενοῦ
κενόςempty: masc /neut gen sgκενόωempty: pres imperat mp 2nd sgκενόωempty: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
3 κένου
κενόωempty: pres imperat act 2nd sgκενόωempty: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
4 вакуумирование
1. (обработка под вакуумом) η κατεργασία μέσα στο κενό 2. (бе-тона) η απορρόφηση ύδατος από το μ(ε)ίγμα μέσω του κενού 3. (стали) η αφαίρεση αερίων από τον υγρό χάλυβα μέσω του κενούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуумирование
-
5 вакуумированный
1. (обработанный под вакуумом) κατεργασμένος μέσω του κενού 2. (откачанный) απορροφημένος μέσω του κενού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуумированный
-
6 вакуумметр
ο δείκτης κενούο μετρητής κενούτο κενόμετρο. гидростатический - υδροστατικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуумметр
-
7 насос
η αντλίαподавать - ом παρέχω/δίνω με -винтовой - ελικοφόρος -, κοχλιοφόρα/κο-χλιωτή -высоконапорный - см. - высокого давления газовый - αερίωνгрузовой мор. - φορτίουдвухступенчатый - δύο βαθμίδων, διβάθμια -двухцилиндровый - δύο κυλίνδρων, διπλή -масляный - του ελαίου/λαδιούнагнетательный - της πίεσης/κατάθλιψηςосушительный мор. - των σεντινώνподающий ав. - παροχήςподкачивающий ав. см. подающий -продувочный - της εξαέρωσης/σάρωσηςради-ально-поршневой - περιστροφική - με την παλινδρομική κίνηση των εμβόλωνроторный - με ρότορα/στροφέαручной - χειροκίνητη -, η χειραντλίαстояночный мор. - του λιμανιού, судовой - του πλοίουтопливный - του καυσίμου, тормозной (ж - д.) - της πέδηςтрюмный мор. - του κύτους/αμπαριούцентробежный - сдвусторонним всасыванием φυγόκεντρος - με διπλή αναρρόφησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насос
-
8 трубка
1. (маленькая труба, труба небольшого сечения) о σωλήνας, το σωληνάριοвакуумная - κενού, η λυχνία κενού- Вентури - Βεντούρι, η χοάνη λήψης του ταχύμετρου- взрыва (геол.) το διάστημα (από αέρια)2. (телефонная) το ακουστικό (του τηλεφώνου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трубка
-
9 свищевой
επ.του κενού, του κουφώματος•-ое отверстие η οπή του κενού.
-
10 κενός
κενός, ή, όν, [dialect] Ion. and poet. [full] κεινός Il.3.376, 4.181, 11.160, 15.453, Pi.O.2.65, 3.45, Hdt.1.73, al.; [dialect] Ep. also [full] κενεός, as always in Hom. (exc. in Il.ll.cc., andAκενός Od.22.249
(s.v.l., fort. κενέ' εὔγματα or κείν' εὔγματα)), also Hp.Aph.7.24, Meliss.7, Timo 20.2 ([comp] Comp.), and in [dialect] Dor., IG42(1).121.73 (Epid., iv B.C.); [dialect] Aeol. [full] κέννος, acc. to Greg. Cor.p.610 S.: [comp] Sup. κεννότατος Sch.Tz.in An.Ox.3.356.18; but οἱ Αἰολεῖς.. οὐ λέγουσι κέννος Choerob.in An.Ox.2.242, cf. Hdn.Gr.2.302, and the true [dialect] Aeol. is prob. κένος or κένεος, from κενϝος, kenevos, cf. Cypr. [full] κενευϝός Schwyzer683.4.I mostly of things, empty, opp. πλέως, Ar.Eq. 280; opp. πλήρης, Id.Nu. 1054; opp. μεστός, Diph.12;κενεὰς σὺν χεῖρας ἔχοντες Od.10.42
;νοστήσαντας κεινῇσι χερσί Hdt.1.73
;κεναῖς χερσίν Pl.Lg. 796b
(v. infr. 11.2); τὸ κ. (sc. τάλαντον ) the empty one, Ar.Fr.488.5;κ. οἴκησις S.Ph.31
;γῆ Id.OT55
; ; χώματα κεινά, = κενοτάφια, Hdt.9.85;κ. τάφος E.Hel. 1057
; κατέθισαν ἐπὶ κενευϝῶν (sc. τάφων gen. sg.) Schwyzer l.c. (Cypr.); κ. χρόνος a pause in music, Anon.Bellerm.83;σφυγμὸς κ. Agathin.
ap. Gal.8.936; of wool and wine, dub. sens. in Archig. ap. Gal.8.945; τὸ κ. the void of space, Democr.9, Meliss.l.c., Emp.13,al., Epicur.Ep.1p.6U., etc.; τὸ κ., = τόπος ἐστερημένος σώματος, Arist.Ph. 208b26, cf. 213a13 sqq., Cael. 279a13;κ. χώρα Pl.Ti. 58a
; ἢν κενεὸν λάβῃ [ἡ διακοπή] if it penetrates the (brain-) cavity, Hp.Aph. l.c.; esp.Astrol., not occupied by a planet,κ. δρόμος Man.2.452
, cf.Vett. Val.94.27; cf. κενοδρομέω.2 empty, fruitless, void,κενὰ εὔγματα εἰπών Od.22.249
(v. supr.); ἐλπίς, ἐλπίδες, Simon.5.16, A.Pers. 804;γνώμα Pi.N.4.40
, cf. S.Ant. 753; ; ; τέρψις ib. 577; , cf.X.An.2.2.21; , etc.;κ. πρόφασις καὶ ψευδής D.18.150
;λοιδορία κ. Id.2.5
; μάταιον καὶ κ. ib.12; κενὸν ἆρα καὶ τὸ φάρμακον πρὸς τὸ κ. prob. in Men.530.19; ἀπόντων κενὴν κατηγορεῖν bring an idle charge, Arist.Resp. 470b12; ineffectual,λύγξ Th.2.49
; πουλυμαθημοσύνης, τῆς οὐ κενεώτερον ἄλλο Timo l.c.;πολλὰ κ. τοῦ πολέμου Arist.EN 1116b7
;κ. δόξαι Epicur. Sent.15
; ἐπιθυμίαι, opp. φυσικαί, Id.Ep.3p.62U., Diog.Oen.59;κ. ὀρέξεις Metrod.Herc.831.16
; freq.in adverbial usages, neut.pl.,κενεὰ πνεύσαις Pi.O.10(11).93
; ἡ διὰ κενῆς ἐπανάσεισις τῶν ὅπλων empty flourishing of arms, Th.4.126; διὰ κενῆς ῥίπτειν throw without a projectile, Arist.Pr. 881a39; κεκλάγγω διὰ κενῆς ἄλλως to no purpose, Ar. V. 929;μάτην διὰ κ. Pl.Com.174.21
;οὐ μαχοῦμαί σοι διὰ κ. Men.Sam. 260
; ;κατὰ κενῆς Procl.in Ti.2.167
D.;εἰς κενόν D.S. 19.9
, Hld.10.30;εἰς κ. ἡ δαπάνη IG14.1746
;εἰς κ. μοχθεῖν Men.Mon. 51
; κατὰ κενοῦ χανεῖν Suid.s.v. λύκος ἔχανεν; κατὰ κενοῦ φέρειν τὰς χεῖρας Ph.1.153; κατὰ κ. βαίνειν, = κενεμβατεῖν, Plu.2.463c: regul. Adv.κενῶς, διαλεκτικῶς καὶ κ. Arist.de An. 403a2
;λογικῶς καὶ κ. Id.EE 1217b21
;μὴ κ. πόνει Men.1101
, cf. Epicur.Ep.3p.61U., Polystr. p.7 W., Arr.Epict.2.17.6, Plu.2.35e.II of persons and things,1 c.gen., destitute, bereft, ; ; ;συμμάχων κ. δόρυ Id.Or. 688
;πεδίον κ. δένδρων Pl.R. 621a
; κ. φρονήσεως, ἐπιστήμης, Id.Ti. 75a, R. 486c; κ. πόνου without the fruits of toil, A.Fr. 241.2 abs., empty-handed, , cf. Od.15.214; ἀπίκατο, οἱ μὲν κεινοί, οἱ δὲ φέροντες κτλ. Hdt.7.131;κενὸς κενὸν καλεῖ A.Th. 353
(lyr.);ἥκεις οὐ κενή S.OC 359
, cf.Tr. 495;οὐθ' ὑπεργέμων.. οὔτε κ. Alex.216
; of camels, without burdens, unloaded, opp. ἔγγομοι, OGI629.166 (Pal- myra, ii A.D.);κ. ἂν ἴῃ.., κ. ἄπεισιν Pl.R. 370e
;κ. τινὰ ἐξαποστεῖλαι LXX Ge.31.42
; bereft of her mate, ; orphan, ; ὑπ' ἄσθματος κενοί exhausted.., A.Pers. 484; of places, without garrison,χῶραι Aeschin.3.146
, cf. Hdt.5.15; of the body, without flesh, Plu.2.831c.b devoid of wit, vain, pretentious,κεινὸς εἴην Pi.O.3.45
;διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί S.Ant. 709
;ἀνόητον καὶ κ. Ar.Ra. 530
, cf.Ep.Jac.2.20.III [comp] Comp. and [comp] Sup.,κενότερος Stratt.10
D.; - ότατος D.27.25, Phld.Rh.1.67 S., al., cf. Choerob.in Theod.2.76, EM275.50; κενώτερος, -ώτατος, Pl.Smp. 175d, v.l. in Arist.EN 1107a30 ([comp] Comp.); κενεώτερος Timo (v. supr.); κενεώτατος v.l. in Hp.Acut.62. -
11 анероид
το ανεροειδές βαρόμετροτο μεταλλικό βαρόμετρο, το βαρόμετρο κενούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > анероид
-
12 барокамера
ο βαρομετρικός θάλαμος, ο θάλαμος ελεγχόμενης πίεσης/βαρύτηταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > барокамера
-
13 бачок
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бачок
-
14 вакуум-бачок
το δοχείο κενού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуум-бачок
-
15 вакуумировать
1. (обрабатывать под вакуумом) κατεργάζομαι μέσα στο κενό 2. (откачивать) απορροφώ/αφαιρώ μέσω του κενού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуумировать
-
16 вакуум-камера
ο θάλαμος κενού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуум-камера
-
17 вакуумметрия
το σύνολο μεθόδων και μέσων μέτρησης κενούη κενομετρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуумметрия
-
18 вакуум-насос
η αντλία κενού* вытес-нительный - θετικής μετατόπισηςмасляный - λαδιού/ελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуум-насос
-
19 вакуумный
(του) κενού, αερόκενος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуумный
-
20 вакуум-плотность
η αεριοστεγανότητα (κριτήριο για τα υλικά συσκευών κενού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуум-плотность
См. также в других словарях:
κενοῦ — κενός empty masc/neut gen sg κενόω empty pres imperat mp 2nd sg κενόω empty imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κένου — κενόω empty pres imperat act 2nd sg κενόω empty imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτρονικός σωλήνας κενού — Γενική ονομασία μιας μεγάλης κατηγορίας ηλεκτρονικών σωλήνων, που χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι στον σωλήνα που διαρρέεται από ηλεκτρονικό ρεύμα έχει πραγματοποιηθεί απόλυτο σχεδόν κενό. Διακρίνονται βασικά σε τρεις τύπους, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
μαγνητική διαπερατότητα — Η ιδιότητα των σωμάτων να είναι διαπερατά από μαγνητικές γραμμές· ακριβέστερα, ως (σχετική) μ.δ. ενός σώματος ορίζεται ο λόγος της μαγνητικής ροής που το διαρρέει όταν αυτό βρίσκεται εντός ομογενούς μαγνητικού πεδίου, προς τη μαγνητική ροή μιας… … Dictionary of Greek
ανορθωτής — Συσκευή, χωρίς κινούμενα όργανα, που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε κυματόρευμα μιας κατεύθυνσης και εκμεταλλεύεται γι’ αυτό την ιδιότητα ενός στοιχείου (ανορθωτικό στοιχείο) να επιτρέπει τη διέλευση του ρεύματος… … Dictionary of Greek
δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη … Dictionary of Greek
κύτταρο, φωτοηλεκτρικό — Όργανο βασιζόμενο στην ιδιότητα που έχουν κάποια μέταλλα να εκπέμπουν ηλεκτρόνια (φωτοηλεκτρισμός), όταν δέχονται κατάλληλη ηλεκτρομαγνητική (φωτεινή) ακτινοβολία. Τα φ.κ. κενού αποτελούνται από μια γυάλινη αμπούλα, στην οποία έχει… … Dictionary of Greek
λυοφιλίωση ή λυοφίλιση — Μέθοδος ξήρανσης, η οποία βασίζεται στην εξάτμιση του νερού σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και εφαρμόζεται στην επεξεργασία ουσιών που διασπώνται ή αλλοιώνονται εύκολα με τη θέρμανση. Ο όρος λ. προέρχεται από το γεγονός ότι οι ουσίες που… … Dictionary of Greek
αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek