-
1 κελαρύζω
κελᾰρ-ύζω, [tense] fut. - ύσομαι or - ύξομαι prob. in Hsch. (-ύζεται· μετὰ ποιᾶς φωνῆς ἠχήσει cod.): [tense] aor.Aκελάρυξε Lyr.Adesp.90.1
; Poet. and late Prose (v. infr.):—babble, murmur, of running water,κατειβόμενον κελαρύζει Il.21.261
, cf. Theoc.7.137, Phld.Po.Herc.994.14, Philostr.VA1.16, Im.1.21; later, of a rushing torrent, c. acc. cogn.,ὣς ποταμὸς κ. μέγας.. σμερδαλέον μύκημα Opp.C.2.145
; also, gush out like water,ἀπὸ δ' ἕλκεος.. αἷμα μέλαν κελάρυζε Il.11.813
; [ἅλμη] ἀπὸ κρατὸς κελάρυζεν ran gushing, Od.5.323; of milk, Lyr.Adesp.l.c.2 pour with a gush or gurgling sound, ἀφύσσοντες οἶνον κελαρύζετε Ion Trag.10 (lyr.). (Onomatopoeic, acc. to Str.14.2.28, Plu.2.747d.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελαρύζω
-
2 κελαρύζω
Grammatical information: v.Meaning: `babble, murmur', of water (Il.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: - Expressive sound-word in -( ρ)ύζω like τονθορύζω, γογγύζω, ὀλολύζω, κλύζω, prob. to κέλωρ φωνή H. (with also κελωρύειν, - ρύσας H.), first from an adjective *κελαρός, - ής (as ὕδωρ: ὑδαρής; s. Bechtel Lex. s. v.) or from a by-form *κέλαρ (as τέκμωρ: τέκμαρ; cf. Bq and Benveniste Origines 17); to κέλα-δος (?). (Not to καλέ-σαι.)Page in Frisk: 1,814Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κελαρύζω
См. также в других словарях:
κελαρύζω — (Α κελαρύζω) (για τρεχούμενο νερό) κυλώ με μουρμουρητό, ηχώ τραγουδιστά, γαργαρίζω («τριγύρω εις την μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, όπου εκελάρυζε τα νερά της στ αυλάκια», Παπαδ.) αρχ. 1. ξεχύνομαι άφθονος, αναβλύζω 2. χύνω υγρό βγάζοντας ήχο… … Dictionary of Greek