-
1 κελάρυσμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελάρυσμα
-
2 κελαρύσμασι
κελάρυσμαneut dat pl -
3 κελαρύσμασιν
κελάρυσμαneut dat pl -
4 κελαρύσματι
κελάρυσμαneut dat sg -
5 κελαρύζω
Grammatical information: v.Meaning: `babble, murmur', of water (Il.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: - Expressive sound-word in -( ρ)ύζω like τονθορύζω, γογγύζω, ὀλολύζω, κλύζω, prob. to κέλωρ φωνή H. (with also κελωρύειν, - ρύσας H.), first from an adjective *κελαρός, - ής (as ὕδωρ: ὑδαρής; s. Bechtel Lex. s. v.) or from a by-form *κέλαρ (as τέκμωρ: τέκμαρ; cf. Bq and Benveniste Origines 17); to κέλα-δος (?). (Not to καλέ-σαι.)Page in Frisk: 1,814Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κελαρύζω
См. также в других словарях:
κελάρυσμα — το (Α κελάρυσμα) [κελαρύζω] 1. ο ήχος τον οποίο κάνει το νερό που αναβλύζει ή τρέχει, μουρμουρητό, γαργάρισμα 2. κάθε ήχος παρόμοιος με τον ήχο τού νερού που αναβλύζει ή τρέχει … Dictionary of Greek
κελάρυσμα — το ατος, ο ήχος που βγαίνει από το τρεχούμενο νερό: Άκουγε το κελάρυσμα της πηγής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κελαρύσμασι — κελάρυσμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαρύσμασιν — κελάρυσμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαρύσματι — κελάρυσμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργάρισμα — το [γαργαρίζω] 1. ο γαργαρισμός* 2. το κελάρυσμα τού νερού … Dictionary of Greek
κελάρυξις — κελάρυξις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) το κελάρυσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαρύζω (πρβλ. μέλλ. κελαρύξ εται, αόρ. κελάρυξ ε)] … Dictionary of Greek
κελαρυσμός — ο (Α κελαρυσμός) [κελαρύζω] κελάρυσμα … Dictionary of Greek
μουρμούρισμα — το [μουρμουρίζω] 1. συγκεχυμένη και σιγανή ομιλία, ψίθυρος 2. γκρίνια, μεμψιμοιρία 3. κελάρυσμα τρεχούμενου νερού … Dictionary of Greek
ρυάκι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Oρεινός οικισμός (υψόμ. 1.100 μ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσοκώμης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ.) του νομού Κοζάνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.). * * * το / ῥυάκιον, ΝΜΑ,… … Dictionary of Greek
γαργάρισμα — το 1. η γαργάρα. 2. το κελάρυσμα: Το γαργάρισμα του νερού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)