-
1 соловьиный
соловьин||ыйприл ἀηδονήσιος:\соловьиныйые трели κελάδημα τοῦ ἀηδονιοῦ, τό ἀηδό-νισμα. -
2 рокот
-а α.ήχος ευχάριστος•рокот струн ήχος χορδών•
рокот соловойный το κελάδημα του αηδονιού.
|| βαθιά ή χαμηλή φωνή. || βρυχηθμός, μούγκρισμα• ούρλιασμα. || μεγάλος θόρυβος• ορυμαγδός, πάταγος. -
3 трезвон
-а α.1. κωδωνοκρουσία, καμπανο-κρουσία. || κελάδημα δυνατό.2. μτφ. διαλάληση, διατυμπάνιση, διασάλπιση. || θόρυβος, φασαρία.εκφρ.трезвон в ушах – μεγάλο βούισμα των αυτιών•задать трезвон (-у) – κατσαδιάζω. -
4 щебет
-а α.κελάδημα, λάλημα, τερέτισμα.
См. также в других словарях:
κελάδημα — κελάδημα, το και κελάδισμα, το και κελάηδημα, το και κελάηδισμα, το, ατος το τραγούδι των πουλιών: Ακούγαμε το κελάδημα του αηδονιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κελάδημα — rushing sound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελάδημα — και κελάηδημα και κελάιδισμα και κελάδισμα και κελάηδισμα και κελαηδητό, το (Α κελάδημα) [κελαδώ] νεοελλ. το τραγούδι τών πουλιών αρχ. ήχος, θόρυβος ορμητικός («ποταμῶν ζαθέων κελαδήματα», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κελαδήμασι — κελάδημα rushing sound neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαδήματα — κελάδημα rushing sound neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαδήματι — κελάδημα rushing sound neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαδήματος — κελάδημα rushing sound neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναρίνι — (Serinous canarius canarius). Στρουθιόμορφο σποροφάγο πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενές των Καναρίων νήσων, των Αζορών και της Μαδέρας. Τα κ. εισήχθησαν στην Ισπανία το 1478, μετά την κατάκτηση των Κανάριων νήσων από τους Ισπανούς, οι… … Dictionary of Greek
καρδερίνα ή γαρδέλι — (Carduelis carduelis). Στρουθιόμορφο πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών. Είναι διαδεδομένο στην Ευρώπη, Ν του 61ου παράλληλου, στη βόρεια Αφρική και στη δυτική Ασία. Μεταναστεύει προς το τέλος του φθινοπώρου από τις βόρειες περιοχές σε ζώνες με… … Dictionary of Greek
ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… … Dictionary of Greek
γλυκοκελάδημα — και γλυκοκελάηδημα και γλυκοκελάιδημα, το το γλυκό κελάδημα, το ευχάριστο τραγούδι τών πουλιών … Dictionary of Greek