-
1 ἐπιπέμπω
A- πέπομφα POxy.743.30
(i A.D.):— send after or again, ἀγγελίας, ἀγγέλους ἐ., c.inf., Hdt.1.160,4.83 (nisi leg. περι-).2. send to, ; of the gods, send upon or to, [ ὄνειρον] Hdt.7.15;χάριν Pi.Fr.75.2
(tm.); ([voice] Pass.); esp. by way of punishment, send upon or against, let loose upon, generally of the gods, γένναν ἃν.. Ἅιδας Καδμείοις ἐ. E.Ph. 811 (lyr.);δέη καὶ κινδύνους τινί Lys.6.20
; δεσμοὺςκαὶ θανάτους Pl.Cri. 46c
;ἀνάγκην τινά Id.Phd. 62c
;τισὶ πλῆθος ἄρκων LXX Wi.11.17
; send against,κατασκόπους τοῖς Ῥωμαίοις App.Pun. 39
; τῇ Καρχηδόνι τινά prob.ib.49, cf. Hdn.3.3.4.II. send besides,ἄλλην στρατιάν Th.7.15
;πρὸς τὸ στράτευμα ὠφελίαν ἄλλην Id.6.73
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπέμπω
-
2 παράνοια
παράνοιᾰ (A (anap.)), ἡ, derangement, madness, A.Th. 756(lyr.), E.Or. 824(lyr.), Hp.Prog.23, And.2.10 ;οἴμοι παρανοίας Ar.Nu. 1476
; παρανοίας τινὰ εἰσαγαγὼν ἑλεῖν, γράφεσθαι, ib. 845, Pl.Lg. 928e, etc. ;δίκαι παρανοίας Arist.Ath.56.6
: Pl.,παρανοίας ποιεῖ καὶ θανάτους Id.PA653b5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράνοια
-
3 κατά
κατά [(A)][ κᾰτᾰ], poet. καταί acc. to A.D.Synt.309.28, found in Compds., as καταιβάτης: Prep. with gen. or acc.:—A downwards.A WITH GEN.,I denoting motion from above, down from, βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων, κατ' Ἰδαίων ὀρέων, βαλέειν κ. πέτρης, Il. 22.187, 16.677, Od.14.399;κατ' οὐρανοῦ εἰλήλουθας Il.6.128
; καθ' ἵππων ἀΐξαντε ib. 232;δάκρυα.. κ. βλεφάρων Χαμάδις ῥέε 17.438
;ἵεις σαυτὸν κ. τοῦ τείχους Ar.V. 355
;ἁλόμενοι κ. τῆς πέτρας X.An.4.2.17
;κ. τῶν πετρῶν ὦσαι Pl.Phdr. 229c
;κ. κρημνῶν ῥιφέντες Id.Lg. 944a
:— for κατ' ἄκρης v. ἄκρα:Μοῖσα κ. στόματος Χέε νέκταρ Theoc.7.82
(but perh. in sense 11.1).1 down upon or over,κ. Χθονὸς ὄμματα πήξας Il.3.217
; of the dying, κατὰ.. ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς a cloud settled upon the eyes, 5.696, cf. 20.321;τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν.. νὺξ ἐκάλυψεν 13.580
; φᾶρος κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε down over.., Od.8.85; [ κόπρος]κ. σπείους κέχυτο.. πολλή 9.330
; ὕδωρ κ. Χειρός, v. Χείρ; μύρον κ. τῆς κεφαλῆς καταχέαντες Pl.R. 398a;νάρκη μου κ. τῆς Χειρὸς καταχεῖται Ar.V. 713
;κ. τῆς τραπέζης καταπάσας τέφραν Id.Nu. 177
; ξαίνειν κ. τοῦ νώτου πολλὰς [ πληγάς] D.19.197;ἐσκεδασμένοι κ. τῆς Χώρας Plb.1.17.10
;οἱ κ. νώτου πονοῦντες Id.3.19.7
;ῥόπαλον ἤλασα κὰκ κεφαλῆς Theoc.25.256
; κ. κόρρης παίειν, = ἐπὶ κόρρης, Luc.Cat.12, al.b Geom., along, upon, πίπτειν κατ' [ εὐθείας] Archim.Sph.Cyl.1 Def.2; αἱ γωνίαι κ. κύκλων περιφερειῶν ἐνεχθήσονται will move on.., ib.1.23, al., cf. Aristarch.Sam.1.2 down into,νέκταρ στάξε κ. ῥινῶν Il.19.39
; of a dart,κ. γαίης ᾤχετο 13.504
, etc.; ;ψυχὴ κ. Χθονὸς ᾤχετο 23.100
; κ. γᾶς underground, Pi.O.2.59; κατ' ὕδατος under water, Hdt.2.149; [ ποταμὸς]δὺς κ. τῆς γῆς Pl.Phd.
113c, cf. Ti. 25d;κ. γῆς σύμεναι A.Eu. 1007
(anap.); κ. Χθονὸς κρύψαι to bury. S.Ant.24; ὁ κ. γῆς one dead and buried, X.Cyr.4.6.5;οἱ κ. Χθονὸς θεοί A.Pers. 689
, etc.;θεοὶ<οἱ> κ. γᾶς Id.Ch. 475
(lyr.), etc.; so κ. θαλάσσης ἀφανίζεσθαι, καταδεδυκέναι, Hdt.7.6, 235; also βᾶτε κατ' ἀντιθύρων go down by or through.., S.El. 1433.3 later, towards a point, τοξεύειν κ. σκοποῦ to shoot at, Hdn.6.7.8;κατ' ἰχνῶν τινος ὁδεύειν Luc.Rh.Pr.9
.4 of vows or oaths, by,καθ' ἡμῶν ὀμνύναι D.29.26
, cf. 54.38;ἐπιορκήσασα κ. τῶν παίδων Lys.32.13
; esp. of the victims, etc., over which the oath is taken, ὀμνυόντων τὸν ἐπιχώριον ὅρκον καθ' ἱερῶν τελείων Foed. ap. Th.5.47, cf. Arist.Ath.29.5, Foed.Delph.Pell.1A9, etc.;κ. τῶν νικητηρίων εὐξάμενοι D.Ep.1.16
; also κατ' ἐξωλείας ὀμνύναι to imprecate destruction on oneself, Id.21.119;κατ' ἐξ. ἐπιορκεῖν Id.57.22
.b to make a vow towards, i.e. make a vow of offering..,κ. Χιλίων εὐχὴν ποιήσασθαι Χιμάρων Ar. Eq. 660
.5 in hostile sense, against, A.Ch. 221, S.Aj. 304, etc.;κ. πάντων φύεσθαι D.18.19
; esp. of judges giving sentence against a person, A.Th. 198, S.Aj. 449, etc.;ψεύδεσθαι κατά τινος Lys.22.7
;λέγειν κατά τινος κακά S.Ph.65
, cf. X.HG1.5.2, etc.; of speeches, [ λόγος] κ. Μειδίου, etc. (opp. πρὸς Λεπτίνην, in reply to L.);δῶρα εἰληφέναι κατά τινος Din.3.6
, cf. 18.6 of Time, for,μισθοῦν κ. εἴκοσι ἐτῶν IG12.94.37
; κ. βίου for life, Tab.Heracl.1.50;κὰπ παντὸς Χρόνοι IG9(2).517.20
([place name] Larissa ) (butκ. παντὸς τοῦ Χρόνου σκέψασθε D. 22.72
falls under 7);κ. παντὸς τοῦ αἰῶνος ἀείμνηστον Lycurg.7
.7 in respect of, concerning,μὴ κατ' ἀνθρώπων σκόπει μόνον τοῦτο Pl. Phd. 70d
;κ. τῶν ἄλλων τεχνῶν τοιαῦτα εὑρήσομεν Id.Sph. 253b
; οἱ κ. Δημοσθένους ἔπαινοι praises bestowed on D., Aeschin.3.50; ἐρεῖν or λέγειν κατά τινος to say of one, Pl.Ap. 37b, Prt. 323b, etc.;εἰ κ. θηλείας φαίης A.D.Synt.198.10
;εἴπερ ἕν γέ τι ζητεῖς κ. πάντων Pl.Men. 73d
, cf. 74b;ὅπερ εἴρηται καθόλου κ. πασῶν τῶν πολιτειῶν Arist.Pol. 1307b2
; freq. in the Logic of Arist., κατά τινος λέγεσθαι or κατηγορεῖσθαι to be predicated of.., Int.16b10, Cat. 1b10, etc.; καταφῆσαί (or ἀποφῆσαί) τι κατά τινος to affirm (or deny) of.., Metaph. 1007b21; soκ. τινὸς ὑπάρχειν Int. 16b13
: and in Adv. καθόλου (q.v.).B WITH Acc.,I of motion downwards, κ. ῥόον down stream, Od.14.254, Il.12.33; opp. ἀνὰ τὸν ποταμόν, Hdt.2.96; κ. τὸν ποταμόν, κ. τὸ ὑδάτιον, Id.1.194, Pl.Phdr. 229a; κατ' οὖρον ἰέναι, ῥεῖν, down (i.e. with) the wind, A.Th. 690, S.Tr. 468; κ. πνεῦμα, κατ' ἄνεμον ἵστασθαι to leeward, Arist.HA 535a19, 560b13, Dsc.4.153.2 with or without signf. of motion, on, over, throughout a space, freq. in Hom.,καθ' Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος Od.1.344
; κατ' Ἀχαΐδα, κ. Τροίην, Il.11.770, 9.329;κατ' ἠερόεντα κέλευθα Od.20.64
; κ. πόντον, κῦμα, ὕλην, Il.4.276, 6.136, 3.151;κ. πτόλιν Od.2.383
; κ. ἄστυ, οἶκον, Il.18.286, 6.56; κ. ὅμιλον, στρατόν, 3.36, 1.229; κ. κλισίας τε νέας τε ib. 487;πόλεμον κάτα δακρυόεντα 17.512
; κ. ὑσμίνην, μόθον, κλόνον, 5.84, 18.159, 16.331;τὸ ὕδωρ κ. τοὺς ταφροὺς ἐχώρει X.Cyr.7.5.16
, etc. (in later Gr.of motion to a place,κ. τὴν Ἰταλίαν Zos.3.1
);καθ' Ἑλλάδα A.Ag. 578
;κ. πτόλιν Id.Th.6
;αἱ σκηναὶ αἱ κ. τὴν ἀγοράν D.18.169
;τὰ κατ' ἀγροὺς Διονύσια Aeschin.1.157
, etc.;κ. τὸ προάστιον Hdt.3.54
;τύμβον κατ' αὐτόν A. Th. 528
, cf. Supp. 869 (lyr.): Geom., at a point, Euc.1.1,al.; τέμνειν [ σφαῖραν] κ. κύκλον in a circle, Archim.Aren.1.17; also, in the region of,οἱ κ. τὸν ἥλιον γινόμενοι ἀστέρες Gem.12.7
: freq. in Hom. in describing the place of a wound, βαλεῖν κ. στῆθος, γαστέρα, etc., Il.11.108, 16.465, al.;νύξε κ. δεξιὸν ὦμον 5.46
;οὔτασε κατ' ἰσχίον 11.339
; so βαλεῖν κατ' ἀσπίδα, κ. ζωστῆρα, 5.537, 615; βέλος κ. καίριον ἦλθεν struck upon a vital part, v.l. in 11.439: metaph.,ἄχος κ. φρένα τύψε 19.125
: generally, κ. φρένα καὶ κατὰ θυμόν in heart and soul, 4.163, al.3 opposite, over against,κ. Σινώπην πόλιν Hdt.1.76
, cf. 2.148, Th.2.30, etc.;ἀνὴρ κατ' ἄνδρα A.Th. 505
;μολὼν.. μοι κ. στόμα Id.Ch. 573
;κατ' ὀφθαλμούς τινος LXX 2 Ki.12.11
;οἱ μὲν Ἀθηναῖοι κ. Λακεδαιμονίους ἐγένοντο X.HG4.2.18
; κατ' Ἀχαιοὺς ἀντετάχθησαν ibid.;ἐν συμποσίῳ.., περίμενε, μέχρις ἂν γένηται κατὰ σέ Epict.Ench. 15
, cf. D.L.7.108.II distributively, of a whole divided into parts, κρῖν' ἄνδρας κ. φῦλα, κ. φρήτρας by tribes, by clans, Il.2.362; κ. σφέας μαχέονται by themselves, separately, ib. 366, cf. Th.4.64;ἐσκήνουν κ. τάξεις X.Cyr.2.1.25
;αὐτὴ καθ' αὑτήν A.Pr. 1013
; κ. κώμας κατοικημένοι in separate villages, Hdt.1.96; κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι ἐτράποντο each to his own home, Id.5.15; κ. πόλεις ἀποπλεῦσαι, διαλυθῆναι, Th.1.89, 3.1:στρατιὰ κ. ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη Pl.Phdr. 247a
; laterοἱ κατ' ἄνδρα λόγοι PLond.2.259.72
(i A. D.), cf. D.Chr.32.6, etc.;ἡ κατ' οἰκίαν ἀπογραφή PLond.3.904.20
(ii A.D.), etc.; κατ' ἔπος word by word, Ar.Ra. 802; κατ' ὄνομα individually, 3 Ep.Jo.15, etc.; παῖδα κ. κρήνην at each fount a boy, Lyr.Alex.Adesp.37.13, cf. POxy 2108.9 (iii A.D.).2 of Time, καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ, day by day, daily, v. ἡμέρα 111; καθ' ἑνιαυτόν, κατ' ἔτος, Test.Epict.6.24, Ev.Luc.2.41, etc.;κ. μῆνα POxy.275.18
(i A.D.).3 of Numbers, by so many at a time, καθ' ἕνα one at a time, individually, Hdt.7.104 (later detailed list,PTeb.
47.34 (ii B.C.), etc.); κ. μίαν τε καὶ δύο by ones and twos, Hdt.4.113; ; ; κ. τὰς πέντε καὶ εἴκοσι μνᾶς πεντακοσίας δραχμὰς εἰσφέρειν to pay 500 drachmae on every 25 minae, D.27.7;κ. διακοσίας καὶ τριακοσίας ὁμοῦ τι τάλαντον διακεχρημένον
in separate sums of and 300 drachmae, Id.27.11; of ships, κ. μίαν (sc. ναῦν) in column, Th.2.90;κ. μίαν ναῦν ἐπιτάττειν Plb.1.26.12
, cf. Th.2.84: Geom., μετρεῖν, μετρεισθαι κατά.. , measure, be measured a certain number of times, Euc.7 Def.8,9,al.; μετρεῖν κ. τὰς ἐν τῷ Β μονάδας as many times as there are units in B, Id.7.16.III of direction towards an object or purpose, πλεῖν κ. πρῆξιν on a business, for or after a matter, Od. 3.72, 9.253; πλάζεσθαι κ. ληΐδα to rove in search of booty, 3.106; κ.ληΐην ἐκπλῶσαι Hdt.2.152
;ἔβη κ. δαῖτα Il.1.424
;ἐπιδημεῖν κατ' ἐμπορίαν IG22.141.32
, cf. Arist.Ath.11.1; κ. Χρέος τινὸς ἐλθεῖν come to seek his help, consult him, Od.11.479, etc.;ἵεται κ. τὴν φωνήν Hdt.2.70
; κ. θέαν ἥκειν to have come for the purpose of seeing, Th.6.31;κ. πλοῦν ἤδη ὤν Id.7.31
;καθ' ἁρπαγὴν ἐσκεδασμένοι X.An.3.5.2
; κ. τί; for what purpose? why? Ar.Nu. 239.2 of pursuit,κ. πόδας τινὸς ἐλαύνειν Hdt.9.89
; simply κ. τινά after him, Id.1.84;ἰέναι κ. τοὺς ἄλλους Id.9.53
; κατ' ἴχνος on the track, S.Aj.32, A.Ag. 695 (lyr.);ὥσπερ κατ' ἴχνη κ. τὰ νῦν εἰρημένα ζῆν Pl.Phd. 115b
.3 Geom., in adverbial phrases, κ. κάθετον in the same vertical line, Archim. Quadr.6; κατ' εὐθεῖάν τινι in the same straight line with.., Papp. 58.7.IV of fitness or conformity, in accordance with,κ. θυμόν Il.1.136
; καθ' ἡμέτερον νόον after our liking, 9.108;κ. νόον πρήξωμεν Hdt.4.97
; κ. μοῖραν as is meet and right, Il.1.286; κατ' αἶσαν, κ. κόσμον, 10.445, 472;κ. νόμον Hes.Th. 417
;κὰν νόμον Pi.O.8.78
;κ. τοὺς νόμους IG22.1227.15
; αἰτίαν καθ' ἥντινα for what cause, A.Pr. 228; κατ' ἔχθραν, κ. φθόνον, for (i.e. because of) hatred, envy, Id.Supp. 336, Eu. 686; καθ' ἡδονήν τι δρᾶν, ποιεῖν, do as one pleases, Th. 2.37,53;κ. τὸ ἔχθος τὸ Θεσσαλῶν Hdt.8.30
, cf. 9.38; κ. φιλίαν, κατ' ἔχθος, Th.1.60, 103, etc.; κατ' ἄλλο μὲν οὐδέν, ὅτι δέ.. for no other reason but that.., Pl.Phdr. 229d; κ. δύναμιν to the best of one's power, Hdt.3.142, etc. ( κὰδ δ. Hes.Op. 336); κ. τρόπον διοικεῖν arrange suitably, Isoc.2.6,al.; κατ' εὐνοίην with goodwill, Hdt.6.108;κ. τὰ παρηγγελμένα X.An.2.2.8
, etc.; in quotations, according to,κατ' Αἰσχύλον Ar.Th. 134
;κ. Πίνδαρον Pl.Phdr. 227b
, etc.2 in relation to, concerning, τὰ κατ' ἀνθρώπους = τὰ ἀνθρώπινα, A.Eu. 930, 310;τὰ κ. τὸν Τέλλον Hdt.1.31
; τὰ κ. τὴν Κύρου τελευτήν ib. 214; τὰ κ. πόλεμον military matters, Aeschin.1.181; αἱ κ. τὴν πόλιν οἰκονομίαι (opp. αἱ πολεμικαὶ πράξεις ) the management of public affairs, Din. 1.97;τὰ κ. τὰς θυσίας SIG506.7
(Delph., iii B.C.); so τὸ κατ' ὑμέας as far as concerns you, Hdt.7.158; τὸ κατ' ἐμέ as far as I am concerned, D.18.247; κ. τοῦτο in this respect, Hdt.5.3, etc.; κ. ταὐτά in the same way, Id.2.20; καθ' ὅτι so far as, Th.1.82, etc.3 in Comparisons, corresponding with, after the fashion of, κρομύοιο λοπὸν κ. like the coat of an onion, dub. in Od.19.233;μέλος κ. Φοίνισσαν ἐμπολὰν πέμπεται Pi.P.2.67
; κ. Μιθραδάτην answering to the description of him, Hdt.1.121; τὴν ἰδέαν κ. πνιγέα like an oven in appearance, Ar.Av. 1001; κηδεῦσαι καθ' ἑαυτόν to marry in one's own rank of life, A.Pr. 890;οὐ κατ' ἄνθρωπον φρονεῖν Id.Th. 425
;λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ θεόν, σέβειν ἐμέ Id.Ag. 925
; οὐ κατὰ σέ none of your sort, Chionid.1 (but ἵνα προσείπω σε κατὰ σέ to address you in your own style, Pl.Grg. 467c);τὸ κατ' ἐμὲ καὶ οὐ κατ' ἐμέ Arr.Epict.1.28.5
;οὐ κ. τὰς Μειδίου λῃτουργίας D.21.169
;ἡ βασιλεία κ. τὴν ἀριστοκρατίαν ἐστί Arist.Pol. 1310b3
: freq. after a [comp] Comp.,μέζων ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38
, cf. Pl.Ap. 20e, etc.; μείζω ἢ κ. δάκρυα too great for tears, Th.7.75; ἤθεα βαθύτερα ἢ κ. Θρήϊκας morerefined than was common among the Thracians, Hdt.4.95.V by the favour of a god, etc.,κ. δαίμονα Pi.O.9.28
, cf. P.8.68;κ. θεῖον Ar.Eq. 147
codd. (κ. θεὸν Cobet);κ. τύχην τινά D.48.24
.VI of round numbers (v. infr. v11.2), nearly, about,κ. Χίλια ἑξακόσια ἔτεα 1600
years more or less, Hdt.2.145, cf. 6.44, al.; κατ' οὐδέν next to nothing, Pl.Plt. 302b.VII of Time, during or in the course of a period,κ. τὸν πόλεμον Hdt.7.137
; καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ, by day, A. Ch. 818, Ag. 668;κατ' εὐφρόνην Id.Pers. 221
; κ. Χειμῶνα, κ. θερείαν, PLille 1r14 (iii B.C.), PTeb.27.60 (ii B.C.).2 about,κ. τὸν αὐτὸν τοῦτον Χρόνον Hdt.3.131
, etc.;κ. τοὺς θανάτους τῶν βασιλέων Id.6.58
; esp. with names of persons, κ. Ἄμασιν βασιλεύοντα about the time of Amasis, Id.2.134;κ. τὸν κ. Κροῖσον Χρόνον Id.1.67
; οἱ κατ' ἐκεῖνον (sc. τὸν Ἀλκιβιάδην)ὑμέτεροι πρόγονοι D.21.146
(v.l. κατ' ἐκ. τὸν Χρόνον); κ. τοὺς Ἡρακλείδας X.Lac.10.8
; οἱ καθ' ἑαυτοὺς ἄνθρωποι their contemporaries, Id.Mem.3.5.10.3 καθ' ἕτος this year, SIG 284.24 (Erythrae, iv B.C.), OGI458.64 (i B.C./iA.D.), CIG3641b5,38 ([place name] Lampsacus).VIII periphrastically with abstract Subst., κατ' ἡσυχίην, κ. τάχος, = ἡσύχως, ταχέως, Hdt.1.9,7.178; κ. κράτος by force, X.HG2.1.19, etc.; κ. μέρος partially, Arist.Po. 1456a16; individually, severally, Pl.Tht. 157b, Lg. 835a; κ. φύσιν naturally, Hdt. 2.38, Pl.R. 428e; κ. τὴν τέχνην skilfully, Luc.DDeor.20.7; οὔτ' ἐμοὶ λέγειν καθ' ἡδονήν [ ἐστι] it is not pleasant for me to tell you, A.Pr. 263.C Position: κατά may follow both its cases, and is then written with anastr. κάτα, as Il.20.221, etc.; so also in tmesi, when it follows its Verb, 17.91.D abs. as ADV. in all the above senses, esp. like κάτω, downwards, from above, down, freq. in Hom.I downwards, down, as inκαταβαίνω, καταβάλλω, κατάκειμαι, καταπέμπω, καταπίπτω, καταπλέω 1
.III against, in hostile sense (cf. A.11.5), as in καταγιγνώσκω, κατακρίνω, καταψηφίζομαι: more rarely with a Subst., as καταδίκη.IV back, back again, as inκάτειμι, καταπορεύομαι, καταπλέω 11
.V freq. only to strengthen the notion of the simple word, as in κατακόπτω, κατακτείνω, καταφαγεῖν, etc.; also with Substs. and Adjs., as in κατάδηλος, κάτοξος.VI sts. to give a trans. force to an intr. Verb, our be-, as in καταθρηνέω bewail.VII implying waste or consumption, as in καταλειτουργέω, καθιπποτροφέω, καταζευγοτροφέω: and generally in a disparaging sense, as in .F κατά as a Prep. was shortd. in some dialects, esp. in [dialect] Ep., into κάγ, κάδ, κάκ, κάμ, κάν, κάπ, κάρ, κάτ, before γ, δ, κ, μ, ν, π (or φ) , ῥ, τ (or θ), respectively; see these forms in their own places. Mss. and the older Edd. join the Prep. with the following word, as καγγόνυ, καδδέ, κακκεφαλῆς, καππεδίον, καπφάλαρα, καρρόον, καττάδε, καττόν, etc. In compd. Verbs, κατά sts. changes into καβ, καλ, καρ, κατ, before β, λ, ρ, θ, respectively, as κάββαλε, κάλλιπε, καρρέζουσα, κάτθανε; and before στ, σχ, the second syll. sts. disappears, as in καστορνῦσα, κάσχεθε, as also in the [dialect] Dor. forms καβαίνων, κάπετον.------------------------------------κατά [(B)], -
4 θάνατος
A death, whether natural or violent, Hom., etc.; τῶν ὑπαλευάμενος θάνατον the death threatened by them, Od.15.275;ὣς θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ 11.412
; θάνατόνδε to death, Il.16.693, 22.297; θανάτου τέλος, μοῖρα, A.Th. 906 (lyr.), Pers. 917 (anap.), etc.; θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς for life and death, Pi.N.9.29;θ. ἢ βίον φέρει S. Aj. 802
;θάνατος μὲν τάδ' ἀκούειν Id.OC 529
;θανάτῳ ἴσον πάθος Id.Aj. 215
;ἐν ἀγχόναις θάνατον λαβεῖν E.Hel. 201
; πόλεώς ἐστι θ., ἀνάστατον γενέσθαι it is its death, Lycurg.61; γῆρας ζῶν θ. Secund.Sent.12; θάνατον ἀποθνῄσκειν, τελευτᾶν, Plu.Crass.25, D.H.4.76.2 in Law, death-penalty, θάνατον καταγνῶναί τινος to pass sentence of death on one, Th.3.81; θανάτου δίκῃ κρίνεσθαι ib.57;θανάτου κρίνειν X.Cyr.1.2.14
, Plb.6.14.6;περὶ θανάτου διώκειν X.HG7.3.6
; πρὸς τοὺς ἐχθροὺς.. ἀγωνίσασθαι περὶ θ. D.4.47; θ. τῆς ζημίας ἐπικειμένης the penalty is death, Isoc.8.50; ellipt., παιδίον κεκος μημένον τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. στολήν) Hdt.1.109;τὴν ἐπὶ θ. προσαγαγεῖν τινα Luc.Alex.44
; but δῆσαί τινα τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. δέσιν) Hdt.3.119; τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι to go to execution, Id.7.223;ἐπὶ θάνατον ἄγεσθαι Id.3.14
; τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου for any penalty short of death, Th.4.54; ; εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι short of death or maiming, Aeschin.1.183.3 pl., θάνατοι kinds of death, Od.12.341; the deaths of several persons, S.OT 1200, E.Heracl. 628 (both lyr.); poet., of one person, A.Ch.53, S.OT 496, El. 206 (all lyr.);οὐχ ἑνός, οὐδὲ δυοῖν ἄξια θανάτοιν Pl.Lg. 908e
;πολλῶν θ., οὐχ ἑνὸς ἄξιος D.21.21
, cf.19.16, Ar.Pl. 483, D.H.4.24;δεύτερος θ.
*apoc.2.11
, cf. Plu.2.942f; esp. of violent death,θ. αὐθένται A.Ag. 1572
(lyr.), cf. Th. 879 (lyr.);εἰς θανάτους ἰέναι Pl.R. 399b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θάνατος
-
5 παρασκευάζω
παρασκευάζω, [tense] fut.- άσω X.Cyr.1.6.18
(but [ per.] 3sg.- σκευᾷ Epicur. Nat.14.2
, [ per.] 2pl. (Cos, iv/iii B. C.)): [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] plpf. [voice] Pass.παρεσκευάδατο Hdt.7.218
, etc.: later sts.[full] παρασκεάζω, asπαρεσκεασμένων IPE12.32B12
(Olbia, iii B.C.):—A get ready, prepare,δεῖπνον Hdt.9.82
, Pherecr.172 ;στρατείαν Th.4.74
; ;πλοῖα Lys.13.26
; ἱππέας, ὅπλα, τριήρεις, X.Ages.1.24, Cyr.2.1.9, HG1.4.11 ; hold ready,τῆς θύρας παρεσκευασμένης Lys. 1.24
: κατασκευάζω is prop. fit out and prepare what one has, παρασκευάζω provide and prepare what one has not ; cf.κατασκευή 11
.2 provide, procure, contrive, ;τῇ νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα Th.3.49
;πᾶσαν ἡμῖν εὐδαιμονίαν Pl. Smp. 188d
, etc. ; ὀργὰς τοῖς ἀκούουσι κατά τινων π. Lys.1.28 : in bad sense, get up,ἀντίδοσιν ἐπί τινα D.28.17
; v. infr. B. 1.2.3 make or render so and so, with part. or Adj., π. τὰ σώματα ἄριστα ἔχοντας, π. τινὰς ὅτι βελτίστους, X.Cyr.1.6.18, 5.2.19 ; τοὺς θεοὺς ἵλεως αὑτῷ π. Pl.Lg. 803e ; τοὺς κριτὰς τοιούτους π. Arist.Rh. 1387b17, cf. 1380b31 : c. inf., accustom, τὸ στράτευμα παρεσκευακέναι ὡς πόνον μηδένα ἀποκάμνειν accustom it not to.., X.HG7.5.19, cf. Eq.2.3 ;π. τὸν βίον αὑτῷ μηδὲν δεῖσθαί τινος Pl.R. 405c
;π. τινὰς τὴν τιμὴν ἀποδιδόναι PFlor.347.2
(V A. D.) ;π. ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί Pl.Grg. 503a
, cf. Ap. 39d ;π. τινῶν τὰς γνώμας, ὡς ἰτέον εἴη X.Cyr.2.1.21
;δεῖ παρασκευάσαι τὸν ἀκροατὴν ἐν τῷ προοιμίῳ D.H.Rh.10.13
.B [voice] Med. and [voice] Pass. :I in proper sense of [voice] Med., get ready or prepare for oneself,ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας Hdt.7.25
; π. τὰ πολέμια, ναυτικόν, στρατείαν, Th.1.18, 2.80, 4.70 ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν τῇ Πελοποννήσῳ π. Id.2.56 ; τὸν γὰρ τοῦ πράττειν χρόνον εἰς τὸ παρασκευάζεσθαι ἀναλίσκομεν in preparation, D.4.37 ; τοῖον παλαιστὴν νῦν π. ἐπ' αὐτὸς αὑτῷ is preparing such an adversary for himself, A.Pr. 920.2 in Oratt., procure, suborn persons as witnesses, partisans, etc., so as to obtain a verdict by fraud or force (cf.παρασκευή 1.3
) ;π. τοὺς συκοφάντας And.1.105
;ῥήτορας παρασκευασάμενοι Is.1.7
; ψευδεῖς λόγους ib.17 ;μάρτυρας ψευδεῖς παρεσκεύασται D.29.28
; π. τινὰς τῶν δημοτῶν bring them over to one's side, Id.44.39 : abs., form a party, intrigue, Is.10.1, D.27.2 :—so in [voice] Act., X.HG1.7.8, Is.8.3 ; παρασκευάζειν τινὶ δικαστήριον pack a jury to try him, Lys.13.12:—[voice] Pass., ὑπὸ σοῦ παρεσκευάσθη was 'squared' by you, D.20.145.II [voice] Med. also abs., prepare oneself, make preparations,τῷ ναυτικῷ.. παρασκευασαμένῳ Th. 2.80
;παρασκευασάμενος μεγάλως Hdt. 9.15
;παρασκευάσασθαι ὥστε ἀμύνασθαι X.An.7.3.35
: in [tense] pres. and [tense] impf. it may be regarded either as [voice] Pass. or [voice] Med., D.18.19, etc. ; π. ἐς ναυμαχίην, μάχην, Hdt.9.96,99 ;π. πρός τι Th.3.69
, etc. ; στρατεύεσθαι π. Hdt. 1.71, cf. A.Ag. 353, Ar.Av. 227 : c. [tense] fut. inf., X.Cyr.7.5.12.2 freq. folld. by ὡς with [tense] fut. part.,παρεσκευάσαντο ὡς πολιορκησόμενοι Hdt. 5.34
;π. ὡς ἐλῶν Id.2.162
, cf. 9.122 ; π. ὡς ναυμαχήσοντες (expressed just above by ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν) Th.4.13 ; ὡς προσβαλοῦντες ib.8 ;π. ὡς μάχης ἐσομένης X.HG4.2.18
, cf. Cyr.3.2.8 : c. [tense] fut. part. withoutὡς, τέχνῃ παρεσκευάζετο ἐπιθησόμενος Th.5.8
, cf. 6.54, 7.17, X.HG4.1.41 ; alsoπ. ὅπως ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν Μακεδονίαν Th.2.99
, cf. Pl. Tht. 183d.3 in [tense] pf. παρεσκεύασμαι, to be ready, prepared,κάρτα εὖ παρεσκευασμένοι Hdt.3.150
; τράπεζαι.. παρεσκ. Ar.Ec. 839 ; λῃστρικώτερον π. equipped in pirate fashion, Th.6.104 ;παρεσκ. ἔρχομαι ἐπὶ τὸν λόγον Pl.Phd. 91b
;εὖ παρεσκ. καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα X.Oec.5.13
; ἐς τὴν πολιορκίην παρεσκευάδατο v.l. in Hdt.3.150 ;παρεσκευάδατο ὡς ἀπολεόμενοι Id.7.218
;ταῖς ψυχαῖς παρεσκευας μένους ὡς χεῖρας ξυμμείξοντας X.Cyr.2.1.11
: folld. by ὥστε c. inf., ;παρεσκευάσθαι ὡς ἱκανοὶ εἶναι X.Cyr.4.2.13
: c. inf. only,δρᾶν παρεσκευασμένος A.Th. 440
, E.Heracl. 691, cf. A.Ag. 1422, Ar.Nu. 607, etc.: so in [tense] aor.,ὥστε ἂν.. παρασκευασθῶσιν οὕτως ἔχειν Arist.Rh. 1388a26
.4 [voice] Med., = exonerare alvum, LXX 1 Ki. 24.4.III παρεσκευάσθαι τι to be prepared or provided with a thing, ;π. λαμπρὸν ἱμάτιον Thphr.Char.21.11
.IV in [voice] Pass., of things, to be got ready, prepared, ἐπειδὴ παρεσκεύαστο when preparations had been made, Th.4.67 ; ; in Hdt.9.100, for ὡς παρεσκευάδατο τοῖσι Ἕλλησι, Reiske proposed παρεσκεύαστο.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασκευάζω
-
6 σφαγή
σφᾰγ-ή, ἡ,A slaughter; the sg. is freq. in E., as Hec. 571, 1037, al.; in pl., A.Eu. 187, 450, S.El.37, E.Hec. 522, al.; ἕστηκε.. μῆλα πρὸς σφαγὰς πυρός ready for the sacrificial fire, A.Ag. 1057; πολυθύτους τεύχειν ς. to offer many sacrifices, S.Tr. 756: also in Prose,ὑπὸ σφαγῆς Pl.R. 610b
;θανάτους τε καὶ σφαγάς Id.Lg. 682e
;σφαγὰς ποιεῖσθαι X.HG 4.4.2
; σφαγὰς τῶν γνωρίμων ποιήσαντες ib.2.2.6, cf. Isoc.8.96, D.19.260;ἐν ταῖς πόλεσι σφαγὰς ἐμποιοῦντες Isoc.5.107
.2 with collat. sense of a wound, αἷμα τῶν ἐμῶν ς. S.Tr. 573, cf. 717; ἐκφυσιῶν.. αἵματος σφαγήν the blood gushing from the wound, A.Ag. 1389; καθάρμοσον σφαγάς close the gaping wound, E.El. 1228 (lyr.);ἐσφάγη.. σφαγὴν βραχεῖαν Ath.9.381a
.II the throat, the spot where the victim is struck (κοινὸν μέρος αὐχένος καὶ στήθους σφαγή Arist. HA 493b7
), Antipho 5.69: pl.,ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος A.Pr. 863
;ἐς σφαγὰς ὦσαι ξίφος E.Or. 291
; so in prose,οἰστοὺς.. ἐς τὰς σ. καθιέντες Th.4.48
, cf. Sor.2.63; εἰς τὴν κεφαλὴν.. διὰ τῶν ς. Arist. HA 511b35. -
7 πρόδηλος
πρόδηλ-ος, ον,A clear or manifest in front or beforehand, Alc.Oxy. 1789Fr.1 ii4, D.15.30, etc.;ἐμβολὴ π. ἥτις γίνοιτ' ἂν ἁρμόζουσα Hp. Art.30
, cf. E.Or. 190(lyr.), Hyp.Epit.8; οἱ π. [φόβοι] foreseen, Arist. EN 1117a19, cf. Is.3.19, al.;τοῦ μὲν ὄντος π. τοῦ δὲ ἀγνοουμένου Isoc.6.37
;εἰ μὲν ἦν π. τὰ μέλλοντα D.18.196
;π. εἵλοντο θανάτους Plb.6.54.4
;πρόδηλον ἥδη ἦν, ὅτι.. X.HG6.4.9
, cf. Isoc.2.42, Pl.Phdr. 238b, etc.; evident, καὶ τυφλῷ, φασι, pro/dhlon Polystr.p.8 W.;πρόδηλα γάρ [ἐστι], ὅτι.. μέλλουσι Hdt.9.17
, cf. X.Eq.3.3; ἐκ προδήλου from a place in sight, in full view, S.El. 1429(lyr.). Adv.- λως Aeschin.1.182
, Plu.Oth.9;θανεῖν π. S.Aj. 1311
.2 = προδηλωτικός, c. gen., Vett. Val.92.22,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόδηλος
-
8 συνεπιφέρω
A carry with one,πίστιν D.H.Lys.18
; help to induce,τὰς τοιαύτας διαθέσεις Phld.Mus.p.6
K.;ὀλιγημέρους θανάτους Gal.15.490
; join in applying,ὄνομα Plu.Pomp.2
:—[voice] Med. in act. sense, Phld.Ir.p.80 W.:— [voice] Pass., συνεπενηνέχθαι τινί to be dragged in together with, Id.Po.5.18; to be borne along with, .II of a term, carry along with it, i.e. imply, involve,τὸ πεζὸν καὶ τὸ δίπουν τὸ ζῷον Arist.Top. 144b17
, cf. 157b23, APr. 52b7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπιφέρω
-
9 θάνατος
θάνατος, ου, ὁ (Hom.+)① the termination of physical life, deathⓐ natural death J 11:4, 13; Hb 7:23; 9:15f; Rv 18:8 (s. also 1d); 1 Cl 9:3. Opp. ζωή (Mel., P. 49, 355; cp. 2a.) Ro 7:10; 8:38; 1 Cor 3:22; 2 Cor 1:9 (s. also 1bα); Phil 1:20. γεύεσθαι θανάτου taste death = die (γεύομαι 2) Mt 16:28; Mk 9:1; Lk 9:27; J 8:52; Hb 2:9b. Also ἰδεῖν θάνατον (Astrampsychus p. 26 Dec. 48, 2. Also θεάομαι θ. p. 6 ln. 53) Lk 2:26; Hb 11:5; ζητεῖν τὸν θ. Rv 9:6 (where follows φεύγει ὁ θ. ἀπʼ αὐτῶν). θανάτου καταφρονεῖν despise death ISm 3:2; Dg 10:7a (Just., A II, 10, 8 al.; Tat. 11, 1 al.). περίλυπος ἕως θανάτου sorrowful even to the point of death (Jon 4:9 σφόδρα λελύπημαι ἕως θανάτου; Sir 37:2) Mt 26:38; Mk 14:34; ἄχρι θ. to the point of death of a devotion that does not shrink even fr. the sacrifice of one’s life Rv 2:10; 12:11 (TestJob 5:1; cp. Just., D. 30, 2 μέχρι θ. al.); διώκειν ἄχρι θανάτου persecute even to death Ac 22:4. Also διώκειν ἐν θανάτῳ B 5:11. διώκειν εἰς θ. AcPl Ha 11, 20 (opp. εἰς ζωήν). εἰς θ. πορεύεσθαι go to one’s death Lk 22:33. [ἀναβῆναι] εἰς τὸν τοῦ θανάτου [τόπον] AcPl Ha 6, 30. ἀσθενεῖν παραπλήσιον θανάτῳ be nearly dead with illness Phil 2:27; ἐσφαγμένος εἰς θ. receive a fatal wound Rv 13:3a. ἡ πληγὴ τοῦ θανάτου a fatal wound 13:3b, 12. φόβος θανάτου Hb 2:15.ⓑ of death as a penalty (Thu. et al.; Diod S 14, 66, 3: the tyrant is μυρίων θανάτων τυχεῖν δίκαιος=‘worthy of suffering countless deaths’; Just., A I, 45, 5 θανάτου ὁρισθέντος κατὰ … τῶν ὁμολογούντων τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ al.).α. as inflicted by secular courts ἔνοχος θανάτου ἐστίν he deserves death (ἔνοχος 2bα) Mt 26:66; Mk 14:64; παραδιδόναι εἰς θ. betray, give over to death Mt 10:21; Mk 13:12 (ApcEsdr 3:12 p. 27, 23 Tdf.). θανάτῳ τελευτᾶν die the death = be punished w. death Mt 15:4; Mk 7:10 (both Ex 21:17). ἄξιον θανάτου, deserving death (the entire clause οὐδὲν … αὐτῷ=he is not guilty of any capital crime; cp. Jos., Ant. 11, 144) Lk 23:15 (s. αἴτιος 2); Ac 23:29; 25:11, 25. αἴτιον θανάτου Lk 23:22 (s. αἴτιος 2). Also αἰτία θανάτου (Lucian, Tyrannic. 11) Ac 13:28; 28:18; κρίμα θ. sentence of death: παραδιδόναι εἰς κρίμα θ. sentence to death Lk 24:20; fig. ἐν ἑαυτοῖς τὸ ἀπόκριμα τοῦ θ. ἐσχήκαμεν 2 Cor 1:9. κατακρίνειν τινὰ θανάτῳ (εἰς θάνατον v.l.) condemn someone to death Mt 20:18.—Several of the pass. just quoted refer to the death sentence passed against Christ; sim., θάνατος is freq. usedβ. of the death of Christ gener. (Just., D. 52, 4 al.; ἀνθρώπου θ. ἀποθανεῖν Orig., C. Cels. 1, 61, 40): Ro 5:10; 6:3–5; 1 Cor 11:26; Phil 2:8a; 3:10; Col 1:22; Hb 2:14a; IEph 7:2; 19:1; IMg 9:1; ITr 2:1. τὸ πάθημα τ. θανάτου the suffering of death Hb 2:9. ἕως θανάτου καταντῆσαι even to meet death Pol 1:2.—GWiencke, Pls über Jesu Tod ’39.—The expr. ὠδῖνες τοῦ θανάτου, used Ac 2:24 in a passage referring to Christ, comes fr. the LXX, where in Ps 17:5 and 114:3 it renders חֶבְלֵי־מָוֶת (cp. 1QH 3, 7–12). This would lit. be ‘bonds of death’. But an interchange of חֶבֶל ‘bond’ and חֵבֶל ‘pain’, specif. ‘birth-pangs’, has made of it pangs of death (cp. a sim. interchange in 2 Km 22:6 al. LXX, and the expr. in Pol 1:2 λύσας τ. ὠδῖνας τοῦ ᾅδου after Ac 2:24 v.l.). This results in a remarkably complex metaphor (s. BGildersleeve, Pindar 1885, 355 on ‘telescoped’ metaphor) Ac 2:24, where death is regarded as being in labor, and unable to hold back its child, the Messiah (s. Beginn. IV ad loc.; Field, Notes 112).γ. of natural death as divine punishment (Did., Gen. 148, 25; 171, 9) Ro 5:12ab; 21; 1 Cor 15:21; B 12:2, 5.ⓒ of the danger of death (2 Ch 32:11) σῴζειν τινὰ ἐκ θανάτου save someone fr. death (PsSol 13:2 [ἀπὸ … θ.]; Ael. Aristid. 45 p. 120 D.; Just., D. 98, 1 σωθῆναι ἀπὸ τοῦ θ.) Hb 5:7. Also ῥύεσθαι ἐκ θ. 2 Cor 1:10 (Just., D. 111, 3). θάνατοι danger(s)/perils of death (Epict. 4, 6, 2; Ptolem., Apotel. 2, 9, 5; Ael. Aristid. 46 p. 307 D.: ὥσπερ Ὀδυσσεὺς θ.; Maximus Tyr. 15, 8a; Philo, In Flacc. 175 προαποθνῄσκω πολλοὺς θανάτους) 11:23. μέχρι θανάτου ἐγγίζειν come close to dying Phil 2:30. 2 Cor 4:11, cp. vs. 12, is reminiscent of the constant danger of death which faced the apostle as he followed his calling.ⓓ of the manner of death (Artem. 1, 31 p. 33, 10; 4, 83 p. 251, 16 μυρίοι θ.=‘countless kinds of death’; TestAbr A 20 p. 102, 25 [Stone p. 52] ἑβδομήκοντα δύο εἰσὶν θ.; ParJer 9:22; Ps.-Hecataeus: 264 Fgm. 21, 191 Jac. [in Jos., C. Ap. 1, 191]) ποίῳ θ. by what kind of death J 12:33; 18:32; 21:19. θ. σταυροῦ Phil 2:8b.ⓔ death as personified Ro 5:14, 17; 6:9; 1 Cor 15:26 (cp. Plut., Mor. 370c τέλος ἀπολεῖσθαι [for ἀπολείπεσθαι] τὸν Ἅιδην); vss. 54–56 (s. on κέντρον 1); Rv 1:18; 6:8a; 20:13f; 21:4; B 5:6; 16:9 (this concept among Jews [Hos 13:14; Sir 14:12; 4 Esdr 8, 53; SyrBar 21, 23; TestAbr A 16ff; Bousset, Rel.3 253, 2] and Greeks [ERohde, Psyche1903, II 241; 249; CRobert, Thanatos 1879].—JKroll, Gott u. Hölle ’32; Dibelius, Geisterwelt 114ff; JUbbink, Paulus en de dood: NThSt 1, 1918, 3–10 and s. on ἁμαρτία 3a).② death viewed transcendently in contrast to a living relationship with God, death extension of mng. 1 (Philo)ⓐ of spiritual death, to which one is subject unless one lives out of the power of God’s grace. θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ J 8:51. Opp. ζωή 5:24; 1J 3:14; Ro 7:10; 8:6. This death stands in the closest relation to sin: Ro 7:13b; Js 1:15; 5:20; 2 Cl 1:6; Hv 2, 3, 1; also to the flesh: Paul thinks of the earthly body as σῶμα τ. θανάτου Ro 7:24. In contrast to the gospel the law of Moses engraved on stone διακονία τοῦ θανάτου service that leads to death 2 Cor 3:7 (cp. Tat. 14, 1 θανάτου … ἐπιτηδεύματα). The νόμος, which is τὸ ἀγαθόν, proves to be θάνατος death = deadly or cause of death Ro 7:13a. The unredeemed are ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου Mt 4:16; cp. Lk 1:79 (both Is 9:2). ἐν σκοτίᾳ θανάτου AcPl Ha 8, 32 (=BMM verso 4). This mng. of θάνατος cannot always be clearly distinguished fr. the foll., since spiritual death merges intoⓑ eternal death. θαν. αἰώνιος B 20:1. This kind of death is meant Ro 1:32; 6:16, 21, 23; 7:5; 2 Cor 7:10; 2 Ti 1:10; Hb 2:14b; B 10:5; 2 Cl 16:4; Dg 10:7b; Hv 1, 1, 8; m 4, 1, 2. ἁμαρτία πρὸς θάνατον 1J 5:16f (Polyaenus 8, 32 bravery πρὸς θ.=‘to the point of death’; s. ἁμαρτάνω e and TestIss 7:1 ἁμαρτία εἰς θάνατον). ὀσμὴ ἐκ θανάτου εἰς θάνατον a fragrance that comes from death and leads to death 2 Cor 2:16. In Rv this (final) death is called the second death (ὁ δεύτερος θ. also Plut., Mor. 942f) 2:11; 20:6, 14b; 21:8 (s. TZahn, comm. 604–8).—GQuell, Die Auffassung des Todes in Israel 1926; JLeipoldt, D. Tod bei Griechen u. Juden ’42; TBarrosse, Death and Sin in Ro: CBQ 15, ’53, 438–59; ELohse, Märtyrer u. Gottesknecht ’55 (lit.); SBrandon, The Personification of Death in Some Ancient Religions, BJRL 43, ’61, 317–35.③ a particular manner of death, fatal illness, pestilence and the like, as established by context (Job 27:15; Jer 15:2: θάνατος … μάχαιρα … λιμός) Rv 2:23. ἀποκτεῖναι ἐν ῥομφαίᾳ κ. ἐν λιμῷ κ. ἐν θανάτῳ 6:8b; 18:8 (cp. PsSol 13:2; 15:7; Orig., C. Cels. 5, 37, 10).—JToynbee, Death and Burial in the Roman World ’71; SHumphreys, The Family, Women, and Death ’83.—B. 287. DELG. BHHW III 1999–2001. 1609–13. M-M. TW. Sv.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek
επιπέμπω — (Α) [πέμπω] 1. στέλνω ξανά ή κατόπιν («ἐπιπέμποντος τοῦ Μαζάρεος ἀγγελίας... παρεσκευάζοντο», Ηρόδ.) 2. στέλνω σε κάποιον («εἰ ὦν θεός ἐστι ὁ ἐπιπέμπων», Ηρόδ.) 3. (για ποινή από τους θεούς) στέλνω πάνω σε κάποιον, εναντίον κάποιου («δεσμοὺς καὶ… … Dictionary of Greek
απαντώ — (AM ἀπαντῶ άω) [αντάω] 1. συναντώ 2. δίνω απάντηση, αποκρίνομαι αρχ. μσν. 1. αντιμετωπίζω, αποκρούω (σε μάχη) 2. αντιμετωπίζω, αντικρούω κάποιον (σε δικαστήριο) αρχ. 1. φθάνω σ έναν τόπο 2. παρουσιάζομαι ένοπλος, μετέχω σε συγκέντρωση οπλισμένων… … Dictionary of Greek
ζούδι — το ιού 1. μικρό ζώο, ζωύφιο. 2. ασήμαντος άνθρωπος. 3. άνθρωπος μικρός στην ηλικία ή μικρόσωμος. 4. πληθ., ζούδια δαιμόνια που κατά τη λαϊκή αντίληψη προκαλούν επιδημίες και θανάτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek