-
1 καχέκτης
καχέκτηςin a bad habit of body: masc nom sgκαχεκτέωto be in a bad habit of body: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
2 καχέκτης
A in a bad habit of body, Dsc.2.2, Gal.6.213, 12.321.2 metaph., disaffected in a political sense, Plb.1.68.10, 28.17.12, Cic.Att.1.14.6, Nech.in Cat.Cod.Astr.7.142.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καχέκτης
-
3 καχέκται
καχέκτηςin a bad habit of body: masc nom /voc plκαχέκτᾱͅ, καχέκτηςin a bad habit of body: masc dat sg (doric aeolic) -
4 καχέκταις
καχέκτηςin a bad habit of body: masc dat pl -
5 καχέκτας
καχέκτᾱς, καχέκτηςin a bad habit of body: masc acc plκαχέκτᾱς, καχέκτηςin a bad habit of body: masc nom sg (epic doric aeolic) -
6 καχεκτών
καχέκτηςin a bad habit of body: masc gen plκαχεκτέωto be in a bad habit of body: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
7 καχεκτῶν
καχέκτηςin a bad habit of body: masc gen plκαχεκτέωto be in a bad habit of body: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
8 εὐέκτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐέκτης
-
9 καχεξία
Grammatical information: f.Meaning: `bad condition of body or mind' (IA.)Derivatives: backformation καχέκτης m. `in bad condition, ill, ill-disposed', from where καχεκτικός, - τέω, - τεύομαι (hell.), also καχεξής (Phld. Rh. 1, 36 S.; uncertain).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Page in Frisk: 1,804Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καχεξία
См. также в других словарях:
καχέκτης — καχέκτης, ὁ, θηλ. καχέκτις (Α) 1. καχεκτικός 2. φρ. «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» δυσαρεστημένοι με το πολίτευμα ή με την πολιτική κατάσταση και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καχέκτης — in a bad habit of body masc nom sg καχεκτέω to be in a bad habit of body imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχέκται — καχέκτης in a bad habit of body masc nom/voc pl καχέκτᾱͅ , καχέκτης in a bad habit of body masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτῶν — καχέκτης in a bad habit of body masc gen pl καχεκτέω to be in a bad habit of body pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχέκταις — καχέκτης in a bad habit of body masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχέκτας — καχέκτᾱς , καχέκτης in a bad habit of body masc acc pl καχέκτᾱς , καχέκτης in a bad habit of body masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτεύομαι — (Α) [καχέκτης] βρίσκομαι σε κακή κατάσταση … Dictionary of Greek
καχεκτικός — ή, ό (ΑΜ καχεκτικός, ή, όν) [καχέκτης] αυτός που έχει ασθενή κράση, φιλάσθενος, ατροφικός νεοελλ. μτφ. α) (για βλάστηση) μαραμένος β) (για εμπορικές βιομηχανικές κ.ά. επιχειρήσεις) αυτός που με δυσκολία αντεπεξέρχεται στις δαπάνες του, αυτός που… … Dictionary of Greek
καχεκτώ — (ΑΜ καχεκτῶ, έω) [καχέκτης] είμαι καχεκτικός, βρίσκομαι σε κακή σωματική κατάσταση αρχ. φρ. «καχεκτοῡντες ταῑς ψυχαῑς διὰ τὰς προειρημένας αἰτίας» είναι δυσαρεστημένοι εξαιτίας τών λόγων που αναφέρθηκαν προηγουμένως … Dictionary of Greek
καχεξία — Βαριά εξασθένηση του οργανισμού που ακολουθεί τον υποσιτισμό, την ασιτία ή χρόνια νοσήματα. Χαρακτηριστικά αυτής της παθολογικής κατάστασης είναι η έντονη απίσχνανση, η άμβλυνση των ψυχικών λειτουργιών και η ατροφία όλων των οργάνων και των ιστών … Dictionary of Greek