Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καχεκτικός

См. также в других словарях:

  • καχεκτικός — ή, ό (ΑΜ καχεκτικός, ή, όν) [καχέκτης] αυτός που έχει ασθενή κράση, φιλάσθενος, ατροφικός νεοελλ. μτφ. α) (για βλάστηση) μαραμένος β) (για εμπορικές βιομηχανικές κ.ά. επιχειρήσεις) αυτός που με δυσκολία αντεπεξέρχεται στις δαπάνες του, αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • καχεκτικός, -ή — ό ασθενικός: Πάντα ήταν καχεκτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καχεκτικῶν — καχεκτικός fem gen pl καχεκτικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχεκτικόν — καχεκτικός masc acc sg καχεκτικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχεκτικαί — καχεκτικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχεκτικοῖς — καχεκτικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχεκτικοί — καχεκτικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχεκτικοῦ — καχεκτικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχεκτικούς — καχεκτικός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχεκτικήν — καχεκτικός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζουριάζω — 1. κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («τό ζούριασε η αρρώστια το παιδί») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζουριασμένος, η, ο μικρός στο ανάστημα, καχεκτικός 3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός, φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»