-
1 καχεκτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καχεκτικός
-
2 καχεκτικόν
καχεκτικόςmasc acc sgκαχεκτικόςneut nom /voc /acc sg -
3 καχεκτικαί
καχεκτικόςfem nom /voc pl -
4 καχεκτικοί
καχεκτικόςmasc nom /voc pl -
5 καχεκτικούς
καχεκτικόςmasc acc pl -
6 καχεκτικήν
καχεκτικόςfem acc sg (attic epic ionic) -
7 καχεκτικών
-
8 καχεκτικῶν
-
9 καχεκτικοίς
-
10 καχεκτικοῖς
-
11 καχεκτικού
-
12 καχεκτικοῦ
-
13 καχεκτικάς
καχεκτικά̱ς, καχεκτικόςfem acc pl -
14 καχεξία
Grammatical information: f.Meaning: `bad condition of body or mind' (IA.)Derivatives: backformation καχέκτης m. `in bad condition, ill, ill-disposed', from where καχεκτικός, - τέω, - τεύομαι (hell.), also καχεξής (Phld. Rh. 1, 36 S.; uncertain).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Page in Frisk: 1,804Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καχεξία
См. также в других словарях:
καχεκτικός — ή, ό (ΑΜ καχεκτικός, ή, όν) [καχέκτης] αυτός που έχει ασθενή κράση, φιλάσθενος, ατροφικός νεοελλ. μτφ. α) (για βλάστηση) μαραμένος β) (για εμπορικές βιομηχανικές κ.ά. επιχειρήσεις) αυτός που με δυσκολία αντεπεξέρχεται στις δαπάνες του, αυτός που… … Dictionary of Greek
καχεκτικός, -ή — ό ασθενικός: Πάντα ήταν καχεκτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καχεκτικῶν — καχεκτικός fem gen pl καχεκτικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτικόν — καχεκτικός masc acc sg καχεκτικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτικαί — καχεκτικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτικοῖς — καχεκτικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτικοί — καχεκτικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτικοῦ — καχεκτικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτικούς — καχεκτικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτικήν — καχεκτικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζουριάζω — 1. κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («τό ζούριασε η αρρώστια το παιδί») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζουριασμένος, η, ο μικρός στο ανάστημα, καχεκτικός 3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός, φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι… … Dictionary of Greek