-
101 друг
друг Iм ὁ φίλος:закадычный \друг ὁ ἐπιστήθιος φίλος· старый \друг лучше новых двух погов. ἔνας παληός φίλος ἀξίζει πιότερο ἀπό δυό καινούριους· ◊ бу́дь(те) \другом разг φανού φίλος, ἄν είσαι φίλος.друг II:\друг за \другом ὁ Ινας μετά τόν ἀλλον, ὁ ἔνας κατόπιν τοῦ ἀλλου· \друг от \друга ὁ ἔνας ἀπό τόν ἀλλον \друг \другу ὁ ἔνας στον ἀλλον \друг \друга ὁ ἔνας τόν ἀλλον \друг о \друге ὁ ἔνας γιά τόν ἄλλο· \друг с \другом ὁ ίνας μέ τόν ἀλλον \друг около \друга ὁ ἔνας κοντά στον ἀλλον \друг на \друге ὁ ἔνας ἐπάνω στον ἄλλο· \друг на \друга ὁ ἔνας ἐνάντια στον ἀλλο, ὁ ἔνας κατά τοῦ ἄλλου· \друг против \друга ὁ ἔνας ἐνάντια στον ἄλλο, ὁ ἔνας κατά τοῦ ἄλλου. -
102 λόγος
-ου + ὁ N 2 54-342-344-246-252=1238 Gn 4,23; 29,13; 34,18; Ex 4,28; 5,9word (stereotypical rendition of דבר) Gn 4,23; word of God Nm 11,23; word, message, oracle (of God) Jer 1,4; deliberation Jb 7,13; question, request 2 Sm 14,22; word of command Ex 4,28; case, cause Jb 22,4; condition, promise 2 Sm 3,13; thing spoken of, matter Ex 18,19; event 2 Sm 11,19; account 1 Mc10,42; accounts, treasury, revenue 1 Mc 10,44; (some)thing (semit., rendering Hebr. דבר) 1 Kgs 5,1(7)λόγῳ seemingly 3 Mc 3,17; εἰς φερνῆς λόγον on account of the dowry 2 Mc 1,14; παρὰ λόγον illegal, without cause 2 Mc 4,36; κατὰ λόγον according to one’s expectations, as one wishes 3 Mc 3,14; ἐν παντὶ λόγῳ by all means, i.e. with all (his) intellect Est 1,1l; ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ in word and deed Sir 3,8; μὴ λόγον ἔχε τοῦ δαιμονίου τούτου do not take care of this demon, do not take this demon into consideration TobS 6,16; μὴ δότω ὁ βασιλεὺς κατὰ τοῦ δούλου αὐτοῦ λόγον let not the king bring acharge against his servant 1 Sm 22,15; τοῦ ἀποδιδόναι αὐτοῖς τοὺς σατράπας λόγον for the satraps to give account to them DnTh 6,3; λόγον οὐκ ἔχουσιν πρὸς ἄνθρωπον they had no intercourse with any one JgsB 18,7; ἐρωτήσω σε λόγον I shall ask you a question Jer 45(38),14; ἠμφιέσαντο λόγους they clothed their words, they embellished their words, they concealed their plans, they acted secretly 2 Kgs 17,9; οἱ δέκα λόγοι the ten command-ments Ex 34,28; βιβλίον λόγων τῶν ἡμερῶν Book of the Chronicles 1 Kgs 14,29; ὁ παντοδύναμος λόγος the al-mighty Word, hypostatic manifestation of the Lord’s power Wis 18,15*Jb 7,13 ἰδίᾳ λόγον ? corr.? δία λόγον for MT יחישׂ/ב ⋄יחשׂ in my complaint, in my concern; *Prv 26,18 λόγους words corr. λόγχας? lances for MT זקים arrows of fire; *2 Chr 34,24 τοὺς πάντας λόγους all the words-כל־הדברים (see 2 Kgs 22,16) for MT כל־האלות all the curses; *Is 10,23 λόγον word, matter מלה for MT כלה consumption; *Mi 1,2 λόγους words-מלים for MT כלם all of them; *Hab 3,5 λόγος word-ָבר דָּ for MT ֶבר דֶּ pestilence, see also Ps 90(91),3; *DnLX X 12,3 τοὺς λόγους the words- הדברים? for MT (=Theod.) הרבים manyCf. BARR 1961 129-140.220-222.236-237.249; DODD 1954 115-121 and passim; DOGNIEZ 1992 41-43.341-342; HARL 1971=1992a 189.244 (Is 10,23); JEANSONNE 1988 77-78 (Dn 12,3); LARCHER 1984565; 1985 910.1015- 1016.1018-1022 (Wis 18,15-16); LE BOULLUEC 1989 58.205.346; REPO 1951, 1-204; →NIDNTT -
103 сибиреязвенный
επ.του άνθρακα•-ая эпидемия επιδημία άνθρακα.
|| κατά του άνθρακα•-ая прививка εμβόλιο κατά του άνθρακα.
|| ασθενής από άνθρακα, ανθρακοπροσβλημένος•-ые животные ανθρακοπροσβλημένα ζώα.
-
104 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
105 ἵημι
ἵημι (ἙΩ) ἱεῖσι, att. ἱᾶσι, inf. ἱέναι, ep. ἱέμεναι, ἱέμεν; im conj. schwankt die Schreibung, ἀφιῇ Plat. Rep. VII, 520 a, ἀφίῃ Euthyphr. 5 b, μεϑίῃσι Il. 13, 234, gew. παρίωμεν, παρίωσι; impf. ἵην, im sing. gew. ἵουν, ἵεις, ἵει, über ἵειν s. ἀφίημι u. προίημι, ἵεν = ἵεσαν, Il. 12, 33, s. auch ξύνιον; fut. ἥσω; aor. I. ἦκα, ep. ἕηκα, im plur. aor. II. ἕμεν, ἕτε, ἕσαν, mit dem Augment εἱμεν, εἷτε, εἷσαν, inf. εἷναι; bei Hom. kommt dieser aor. II.vom simplex gar nicht vor, nur med. ἕντο; perf. εἷκα, εἷμαι, nachhomerisch; – in schnelle Bewegung setzen; – a) schicken, senden; zunächst von lebenden Wesen, τίς γάρ σε ϑεῶν ἐμοὶ ἄγγελον ἧκε Il. 18, 182; τοῖσι δὲ δεξιὸν ἧκεν ἐρωδιόν 10, 274; τόν ῥ' αὐτὸς Ὀλύμπιος ἧκε φόωςδε (δράκων) 2, 309; auch ἐν δὲ παρηορίῃσιν Πήδασον ἵει, er schickte den Pedasos an die Leine, spannte ihn daran, 16, 152; εἰ γάρ μ' εἰς Τάρταρον ἧκε Aesch. Prom. 154; αὐτὸν ἀπ' ἄκρας πλακός Soph. Tr. 272, schleuderte ihn; ἱέναι πέτρας ἄπο Eur. Herc. Für. 320; ἱεὶς σεαυτὸν κατὰ τοῦ τείχους Ar. Vesp. 355; selten in Prosa, συστρέψας ἑαυτὸν ὥσπερ ϑηρίον ἦκεν ἐφ' ἡμᾶς ὡς διαρπασόμενος Plat. Rep. I, 336 b. – b) einen leblosen Körper werfen, schleudern, bes. ein Geschoß; λᾶαν ἀεί. ρας ἧκ' ἐπιδινήσας Od. 9, 538; ὁ δ' οὐχ ἅλιον βέλος ἦκεν Il. 4, 498, vgl. 1, 382; δίσκοισι τέρποντο καὶ αἰγανέῃσιν ἱέντες Od. 4, 626; ἐπ' ἀλλήλοις ἵεσαν βέλεα Hes. Th. 684; ὀϊστόν Pind. Ol. 9, 12; ἐν δίσκοις I. 1, 25; ἀπὸ τόξου ἱείς N. 6, 29; χεροῖν ἰόν Soph. Tr. 564; δόρυ Eur. Rhes. 63; ϑύρσοις ἵεσαν δι' αἰϑέρα Bacch. 1099; absol., mit Auslassung des Geschosses, schießen, Il. 2, 774. 17, 515 Od. 8, 203. 9, 499; Eur. I. A. 152; τῶν μεγάλων ψυχῶν ἱεὶς οὐκ ἂν ἁμάρτοις, auf sie schleudernd, schießend, Soph. Ai. 154; ἵησι τῇ ἀξίνῃ τὸν Κλέαρχον Xen. An. 1, 5, 12; vgl. Plat. Theaet. 194 a οἷον τοξότην φαῦλον ἱέντα παραλλάξαι τοῦ σκοποῦ, wenn er schießt u. verfehlt, – c) die Stimme in Bewegung setzen, ertönenlassen, einen Laut von sich geben; ὄπα τε μεγάλην ἐκ στήϑεος ἵει καὶ ἔπεα Il. 3, 221; Od. 12, 192; βάγματα δύςϑροον αὐδάν Aesch. Pers. 637; φωνήν Ch. 556; ϑρῆνον ἐκ στηϑέων ἥσειν Spt. 847; ἔπος δυςϑρήνητον Soph. Ant. 1196; κωκυτόν Al. 838; πᾶσαν ἵης γλῶσσαν El. 586; πάσας φϑογγὰς ἱεῖσα Eur. Hec. 338; διαπρύσιον κέλαδον Hel. 1325; μηδεμίαν φωνήν Her. 2, 2; τὸν Πέρσην 'Ελλάδα γλῶσσαν ἱέντα, der hellenisch sprach, 9, 16; von Eseln, μᾶλλον πολλῷ ἵεσαν τῆς φωνῆς 4, 135; αἳ ἱᾶσι καλλίστην φωνήν Plat. Phaedr. 259 d; Rep. X, 617 b; von Instrumenten, ἄλλα μέλη τῶν χορδῶν ἱεισῶν Legg. VII, 812 d. – d) vom Wasser, ergießen, fließen lassen; Ἀξιοῦ, ὃς κάλλιστον ὕδωρ ἐπὶ γαῖαν ἵησι Il. 21, 158; mit Auslassung von ὕδωρ, ἡ δ' ἑτέρωϑεν (κρήνη) ὑπ' αὐλῆς οὐδὸν ἵησιν Od. 7, 130, sprudelt hervor, vgl. 11, 239; ἵησι σεπτὸν Νεῖλος εὔποτον ῥέος Aesch. Prom. 814, vgl. Spt. 291; auch ϑαυμαστὸν ἵει νᾶμα παμφάγου πυρός, Eur. Med. 1187, den Feuerstrom; ähnl. Τυφῶν' ἱέντα πυρπνόον διὰ στόμα λιγνὺν μέλαιναν, der hervorschnaubt, Aesch. Spt. 475. – So auch von Thränen, bei Hom., κὰδ δὲ παρειῶν δάκρυον ἧκε χαμᾶζε, ließ auf die Erde fallen, Od. 16, 191; ἵετε δάκρυ Aesch. Ch. 150. Vgl. ἐκ δ' ἄρα χειρὸς φάσγανον ἧκε χαμᾶζε, ließ das Schwert auf die Erde fallen, Od. 22, 84; Il. 12, 205; ἧκε φέρεσϑαι, ließ fallen, 21, 120 Od. 12, 442. – Vgl. auch Xen. ἧκαν ἑαυτοὺς κατὰ τῆς χιόνος εἰς τὴν νάπην, sie ließen steh hinab, An. 5, 4, 18. Und so auch sonst – e) übertr. auf trockne Dinge, bes. von Haaren, κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας, vom Haupte ließ sie die Haare herabwallen, gleichsam herabfließen, Cd. 6, 231; ἐϑείρας ἵει ἀμφὶ λόφον, er ließ die Haare um den Helmknauf als Helmbusch niederwallen, Il. 19, 383. 22, 316. Vgl. ἐκ δὲ ποδοῖϊν ἄκμονας ἧκα δύο, von deinen Beinen ließ ich zwei Ambosse herabhangen, hing sie daran, Il. 15, 19; τοῖσιν δ' ἴκμενον οὖρον ἵει, günstigen Fahrwind senden, 1, 479; ἵεσαν φυγῇ πόδα, setzten den Fuß in Bewegung, Eur. Rhes. 798; ohne πόδα, ἐπὶ Κυκλώπων ἱεὶς ϑυμέλας I. A. 152. – Med. ἵεμαι, sich in Bewegung setzen, streben wonach, begehren, verlangen, bes. c. inf., ἵετο γὰρ βαλέειν, Il. 16, 383 u. öfter; πᾶσαι δ' ἄρ' ἵεντο αἷμα μέλαν πιέειν Hes. Sc. 251; mit dem Zusatze ϑυμός, ϑυμῷ, βαλέειν δέ ἑ ἵετο ϑυμός, Il. 8, 301, ὁ δὲ ἵετο ϑυμῷ Ἰδομενῆα βαλεῖν, 13, 386. 2, 589; c. gen., ἱέμενοι πόλιος 11, 168, νίκης 23, 371, νόστοιο Od. 15, 69; öfter οἴκαδε, ἔρεβόςδε, Τροίηνδε, 19, 187; ἵετ' εὐϑὺ πρὸς τὰ νυμφικὰ λέχη Soph. O. R. 1242; Tr. 512; εἰς ὄρεα, Eur. Bacch. 140 u. öfter; ἱέμενος ῥεῖ Plat. Crat. 419 e; Phaedr. 241 b Crat. 427 a, mit der v. I. ἴεται, ἴεσϑαι, s. εἶμι. – Oft bei Hom. ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, als sie die Begierde nach Speise u. Trank aus sich herausgeschafft harten, als sie sich gesättigt hatten, eigtl. tmesis, vgl. ἐξίημι. – Das auch hierher gerechnete ἑῶμεν s. oben besonders. – [Ι der ersten Sylbe bei Hom. u. a. Ep. gew. kurz, bei Attikern mit wenigen Ausnahmen (Aesch. Spt. 310. 493 Eur. I. A. 298) lang; aber lang ist es auch bei Hom. in den Formen des praes. u. impf. med., wie in ἵει, Il. 3, 221. 16, 152, ἱεῖσαι, Od. 12, 192, nothwendig in ἱέμεν u. ἱέμεναι; so auch in den Compositis.]
-
106 κατακρεμαννυμι
(fut. κατακρεμάσω; aor. κατεκρέμασα) подвешивать, привешивать(ἐκ πασσαλόφιν φόρμιγγα Hom. - in tmesi; τόξα καὴ ἰούς HH.; τοῦ φωρὸς τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τεῖχεος Her.)
; pass. pf. быть подвешенным, висеть -
107 ορμαω
(fut. ὁρμήσω - дор. ὁρμάσω с ᾱ, aor. ὥρμησα - дор. ὥρμᾱσα; pass.: aor. ὡρμήθην - дор. ὡρμάθην с ᾱ, pf. ὥρμημαι - ион. 3 л. pl. ὁρμέαται; эп. aor. med. ὡρμησάμην)1) приводить в движение или побуждать, вовлекать(τινα εἰς πόλεμον Hom., Thuc.; τινα ποτὴ κλέος Pind.)
τὸν στράτευμα ὁ. ἐπὴ τὰς Ἀθήνας Her. — повести войско на Афины;ἐπὴ πλεονεξίαν ὁ. τινα Plat. — увлечь кого-л. на путь корыстолюбия;ὁ. μέριμναν ἐπί τι Eur. — обратить свои помыслы на что-л.;ὁ. τινα ἐκ χερός (τινος) Eur. — вырвать кого-л. из чьих-л. рук;πρὸς θεῶν ὡρμημένος Soph. — по велению богов2) возбуждать, начинать, разжигать(πόλεμον Hom.)
ὅτε ὡρμάθη πλαγά Soph. — когда был нанесен удар;ὁ. διώκειν Hom. и εἰς τὸ διώκειν Xen. — начинать преследование, бросаться в погоню;(ἥ γῆ), τῆς πέρι ὅδε ὅ λόγος ὥρμηται λέγεσθαι Her. — страна, о которой начато это повествование3) пытаться, покушаться, порываться(πυλάων ἀντίον ἀΐξασθαι Hom.)
ἐξελαύνειν ὁρμῆσαι τὸν στρατόν Her. — попытаться начать сражение;νίκην ὁ. ἀλαλάξαι Soph. — готовиться провозгласить (свою) победу;ὁ. ἀντιλαμβάνεσθαι τοῦ λόγου Plat. — пытаться вмешаться в разговор;μέ φεύγειν ὁρμήσωνται Hom. — чтобы (ахейцы) не пытались бежать4) устремляться, бросаться, нападать(ὁ. τινος Hom., ἐπί τινα Her. и εἴς или κατά τινα Xen.)
5) бежать, спешить, устремляться, бросаться(πρὸς τὸν πόσιν, εἰς ἀγῶνα Eur.; ἐς μάχην Aesch.; κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τέν θάλασσαν NT.)
ὁ. ἐς φυγήν Her. — (поспешно) обратиться в бегство;ὁ. στρατείαν Xen. — отправиться в поход;ὁ. τέν ἄνω ὁδόν Xen. — двинуться в глубь страны;αἱ μάλιστα ὁρμήσασαι νῆες Thuc. — дальше всех ушедшие корабли6) (преимущ. med.) стремиться, желать, хотеть(πρὸς τέν ἡδονήν, ἐπ΄ ἀλήθειαν Plat.)
ὥσπερ ὡρμήσαμεν, ἴωμεν Plat. — поступим, как мы хотели;οἱ ὡρμηκότες ἐπὴ τὸ σκοπεῖν τὰ τῶν ἄλλων πράγματα Xen. — любители подсматривать чужие дела -
108 противопехотный
ει. κατά του πεζικού•-ые заграждения φράγματα κατά του πεζικού.
-
109 противохимический
επ.αντιχημικός, κατά του χημικού πολέμου•-ие средства μέσα κατά του χημικού πολέμου.
-
110 ἐκχέω
ἐκχέω (later[suff] ἐκφων-χύνω Ev.Matt.23.35 ([voice] Pass.), etc., condemned by Luc. Pseudol.29), [tense] fut. - χέω (v. χέω): [tense] aor. 1 ἐξέχεα (also imper.Aἔκχυσον Hsch.
); [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Med.ἐκχευάμην Od.24.178
: [tense] pf.ἐκκέχῠκα Men. 915
:— pour out, prop. of liquids,οἶνον Il.3.296
;αἷμ' ἐκχέας πέδοι A. Eu. 653
, cf.Ev.Matt.23.35 ([voice] Pass.);ἀναίτιον αἷμα SIG 1181.5
(Jewish, ii B.C.); ; ([voice] Pass.), Plu.Alc.6; is spilt, Ev. Matt.9.17
: metaph., (in [voice] Med.) ταχέας δ’ ἐκχεύατ' ὀϊστούς he poured forth his arrows, Od.22.3, 24.178;σοὶ.. δαίμονες.. ἐλπίδας ἐξέχεαν Pl.Epigr.7.4
.b pour away: hence, spill, a vessel,ποδάνιπτρον Ar.Fr. 306
; τὸν χόα Men.l.c.:—[voice] Pass., to be drained, εἰς [διώρυχα] PRyl.154.18 (i A.D.).3 pour out like water, squander, waste, ; , cf. S.El. 1291;πλοῦτον ἐξέχεεν εἰς δαπάνας AP9.367
(Luc.);ἐ. τά τε αὑτοῦ καὶ ἑαυτόν Pl.R. 553b
; spoil,τὸ πᾶν σόφισμα S.Ph.13
.7 = συγχέω, ὅρκια Hsch. s.v. ἐξέχεαν.II [voice] Pass., used by Hom. mostly in [tense] plpf. ἐξεκέχυντο, as also in [ per.] 3sg.[dialect] Ep.[tense] aor. ἐξέχῠτο or ἔκχῠτο, part. ἐκχύμενος [ῠ]: later [tense] fut.ἐκχῠθήσομαι Hero Aut.4.1
:—pour out, stream out or forth, prop. of liquids, Il.21.300, Od.19.504, etc.;ἐκ δ' ἄρα πᾶσαι χύντο χαμαὶ χολάδες Il.4.525
; soἐξεχύθη τὰ σπλάγχνα Act.Ap.1.18
: metaph., of persons,σφήκεσσιν ἐοικότες ἐξεχέοντο Il.16.259
; ἱππόθεν ἐκχύμενοι pouring from the [wooden] horse, Od.8.515;ἐκχυθέντες ἁλέες ἐκ τοῦ τείχεος Hdt.3.13
: generally, to be spread out,πολλὰ δὲ [δέσματα].. μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο Od.8.279
;σάρκες εἰς ὑπέρογκον ἐκκεχυμέναι πιότητα Luc.Am.14
.2 metaph.,ῥηθέντα ματαίως ἐκκέχυται στομάτων Emp.39.3
; to be cast away, forgotten,ἐκκέχυται φιλότης Thgn. 110
; .3 give oneself up to any emotion, to be overjoyed, Ar.V. 1469 (lyr.); ἐ. εἰς ἑταίρας, εἰς τὸν κίνδυνον, give oneself up to.., Plb.31.25.4, 3.19.1; ἐπὶ τὰ εὐτρεπισθέντα, of a glutton, Ph.1.38;ἁβρὰ γελῶν ὄμμασιν ἐκκέχυσαι AP12.156
.4 lie languidly, ib.5.54.8 (Diosc.).5 metaph., of Time,ἐ. κατὰ τὴν χρονικὴν παράτασιν Procl.Inst.55
. -
111 ἐπισπένδω
A pour upon or over, esp. as a drink-offering, ἐπὶ τοῦ βωμοῦ οἶνον κατὰ τοῦ ἱρηΐου ἐ. Hdt.2.39;οἶνον ἐ. κατὰ τῶν κεφαλέων Id.4.62
;τοῖσι ἱροῖσι Id.7.167
; ; τοιαῖσδ' ἐπ' εὐχαῖς τάσδ' ἐ. χοάς after the vows I pour these libations, Id.Ch. 149: abs., Hdt.4.60; οὐδ' ἄν τι θύωνοὐδ' ἐπισπένδων ἄνοις A.Fr. 161
; alsoἐ. δάκρυ Theoc.23.38
.2. promise, pledge, Leg.Gort.4.52, 6.11:—[voice] Med., accept in pledge, ib.6.13, al.II. [voice] Med., make a fresh treaty, Th.5.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισπένδω
-
112 κατηγορία
κατηγορία, ας, ἡ (s. prec. and two next entries; Hdt.+; ins; POxy 237 VIII, 7; Mitt-Wilck II/2, 68, 19f [restored]: Philo; Jos., Ant. 2, 49, C. Ap. 2, 137; Just., A II, 2, 7; Ath.; on the correctness of this term s. καταλαλία; loanw. in rabb.) accusation τίνα κ. φέρετε κατὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; what accusation do you bring against this man? J 18:29. κ. παραδέχεσθαι κατά τινος entertain an accusation against someone 1 Ti 5:19 (κατά τινος, as Isocr. 5, 147; SIG 704 F 7; 705, 32). ἔχειν κατηγορίαν κατά τινος J 8:11 v.l.; cp. ἔχειν κατηγορίαν τινός 8:4 D; εὑρεῖν κ. Lk 6:7 v.l. W. gen. of the content of the accusation (Demosth. 18, 279; Philo, Fuga 36) κ. ἀσωτίας charge of profligacy Tit 1:6.—DELG s.v. ἀγορά. M-M. TW. Sv. -
113 συλλογίζομαι
A- ελογισάμην Pl.R. 618d
, al.; rarely - ελογίσθην ib. 531d: [tense] pf. - λελόγισμαι (v. infr.):—compute, reckon up,τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα Hdt.2.148
;ἕτερα σ. πρὸς τὸ κεφάλαιον Lys.32.22
;τὰς ἑορτὰς εἰς τὸν ἐνιαυτόν Pl.Lg. 799a
; ταῦτα πάντα ς. Id.Chrm. 160d; τὰ κατηγορημένα ἀπ' ἀρχῆς ς. recapitulate, D.19.177; τοὺς καιρούς, τὰς ὑποσχέσεις, ib.47;ἐκ τῶν εἰρημένων σ. καὶ συναγαγόντας τὸ κεφάλαιον Arist.Metaph. 1042a3
;μανθάνειν καὶ σ. τί ἕκαστον Id.Po. 1448b16
;τὰς χρείας Plb.1.44.1
;τὸ μέγεθος τοῦ τολμήματος Plu.Pomp. 60
;σ. ὅτι.. Pl.Lg. 670c
.II conclude from premisses, infer,τὰ συμβαίνοντα ἐκ τοῦ λόγου Id.Grg. 479c
, al.; σ. τί συμβαίνει ἐκ τῶν ὡμολογημένων ib. 498e;σ. περί τινος, ὅτι.. Id.R. 516b
;σ. περὶ [τῆς μήτρας], ὡς.. διαστελλομένης Gal.15.694
;σ. ἐξ αὐτῶν ποῖός τις.. Pl. R. 365a
;σ. ὀρθῶς τίνος εἵνεκα ἔπραττε D.18.172
;τἀφανὲς διὰ τοῦ φαινομένου Epicur.Nat.14.4
, cf. Phld.Rh.2.40S.: c. acc. et inf.,- σάμενος τὸ ἄλειμμα οὐκ ἄξιον ἔσεσθαι Inscr.Prien.112.57
(i B.C.);τὴν νόσον ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν ἥξειν Sor.Vit.Hippocr.7
;τὸ.. αἷμα μὴ σεσῆφθαι Gal. 18(2).108
.2 in the Logic of Aristotle, infer by way of syllogism, infer syllogistically, σ. τὸ A κατὰ τοῦ B, A of B, APr.40b30; τὸ.. ἄκρον τῷ μέσῳ ς. ib.68b16;τινὰ ἔκ τινων Rh.1357a8
; σ. ὑπάρχειν τὸ Α τῷ B APo.79b30: [tense] pf. in pass. sense, οὗτος ὁ λόγος οὐ συλλελόγισται is not syllogistic, APr.42a39; συλλελογισμένα syllogistically concluded, opp. ἀσυλλόγιστα, Rh.1357a8.3 συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ μὴ πρότερον ἐγχειρεῖν ἕως.. he had planned not to.., Plb.14.4.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συλλογίζομαι
-
114 δάκτυλος
δάκτυλος, ου, ὁ (Hdt.+) finger βαλεῖν τὸν (τοὺς) δ. J 20:25; Mk 7:33; GJs 19:3; φέρε τὸν δ. σου ὧδε J 20:27; move w. the finger of the slightest movement (Simplicius in Epict. p. 53, 25 ἄκρῳ δακτύλῳ=very lightly indeed ‘acc. to the proverb’) Mt 23:4; Lk 11:46; ἄκρον τοῦ δ. (cp. 4 Macc 10:7; Jos., Ant. 11, 234 ἄκροις τ. δακτύλοις) tip of the finger Lk 16:24; write w. the finger (cp. Ex 31:18; Dt 9:10) J 8:6, 8 v.l.—The finger of God=God’s power (Ex 8:15 [BCouroyer, Le ‘Doigt de Dieu’, RB 63, ’56, 481–95]; Philo, Mos. 1, 112; PGM II p. 209 no. 1, 6ff κατὰ τοῦ δ. τοῦ θεοῦ) Lk 11:20; in another sense γεγραμμένας τῷ δ. τῆς χειρὸς τοῦ κυρίου written w. the Lord’s own hand B 4:7; 14:2 (Ex 31:18).—ILöw, D. Finger in Lit. u. Folklore der Juden: Gedenkbuch z. Erinnerung an D. Kauffmann 1900, 61–85; RAC IX 909–46;—B. 239f. DELG p. 249f. M-M. TW. -
115 противопожарный
противопожарныйприл κατά τής πυρκαϊᾶς:\противопожарныйые меры μέτρα προφύλαξης κατά τής πυρκαϊας, τά προληπτικά μέτρα κατά τοῦ πυρός. -
116 обрушить
-шу, -шишьρ.σ.μ.1. γκρεμίζω, κατακρημνίζω, καραρρίπτω, κατεδαφίζω.2. μτφ. καταφέρω, επιφέρω, επιρρίπτω, ρίχνω, χύνω•обрушить удар на врага καταφέρω χτύπημα (πλήγμα) κατά του εχθρού•
обрушить угрозы на кого εκτοξεύω απειλές κατά κάποιου•
обрушить огонь на неприятеля ρίχνω καταιγιστικά πυρά στον εχθρό•
желчь χύνω χολή (πίκρα, κακία).
3. ξεφλουδίζω, μεταβάλλω σε άλφιτο (χόνδρους).1. γκρεμίζομαι, καταρρέω, πέφτω•кровля обрушилась η στέγη κατέρρευσε•
свод -лся ο θόλος έπεσε.
2. επιπίπτω, ρίχνομαι.3. μτφ. επιτίθεμαι, πέφτω•обрушить на врага επιτίθεμαι στον εχθρό•
обрушить с угрозами на кого επιτίθεμαι με απειλές κατά κάποιου.
-
117 государственный
государственн||ыйприл κρατικός, δημόσιος:\государственныйый строй τό κρατικό σύστημα, τό πολίτευμα· \государственныйые границы τά κρατικά σύνορα· \государственныйый банк ἡ κρατική τράπεζα· \государственныйый язык ἡ ἐπίσημη γλώσσα τοῦ κράτους· \государственныйый флаг ἡ σημαία τοῦ κράτους· \государственныйый служащий ὁ δημόσιος ὑπάλληλος· \государственныйая измена ἡ ἐσχατη προδοσία· \государственныйый престу́пник ὁ ἐγκληματίας κατά τοῦ κράτους· \государственныйое право τό δημόσιο δίκαιο· \государственныйый деятель ὁ κρατικός παράγοντας· \государственныйый переворот τό πραξικόπημα· \государственныйый экзамен οἱ κρατικές ἐξετάσεις. -
118 ανησυχήσαμε!
Κάθε ανησυχήσαμε!ο! мы Вас потревожили! — Нисколько (или Напротив);άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — бессвязная речь, чепуха;
λέγω άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — говорить ерунду, нести чепуху;
χωρίς ( — или δίχως — или τό δίχως) ανησυχήσαμε!ο — непременно, обязательно; — безотлагательно, срочно;
δίχως ανησυχήσαμε! θα φύγω αύριο — завтра я непременно уеду;
τό δίχως ανησυχήσαμε!ο να μού επιστρέψεις το βιβλίο — обязательно верни мне книгу;
απ' τη μιά..., απ· την ανησυχήσαμε!η... — с одной стороны..., а с другой стороны...;
εξ ανησυχήσαμε!ου — к тому же, кроме того;
μεταξύ ανησυχήσαμε!ων — между прочим;
ανησυχήσαμε! τόσος — в два раза больший;
ανησυχήσαμε!οι τόσοι — ещё столько же;
ανησυχήσαμε!ο τόσο να... — чуть было не...;
ανησυχήσαμε!ο τόσο να σε πίστευα — я чуть было не поверил твоим словом;
ανησυχήσαμε!ο πάλι (αυτό) — хорошенькая история!, хорошенькое дело!, вот ещё новость!;
τίποτε ανησυχήσαμε!ο — а) ничего больше; — б) что-л, ещё;
τίποτε ανησυχήσαμε!ο παρά... — не что иное, как;
ανησυχήσαμε!ο τίποτε! — сколько угодно!;
εδώ από χασομέρηδες ανησυχήσαμε!ο τίποτε — здесь полно бездельников;
ανησυχήσαμε!α λόγια βρε παιδιά — переменим разговор;
αυτό είναι αλλουνού παπά βαγγέλιο а) это из другой оперы; б ) это не в моей компетенции;ανησυχήσαμε!οι σκάφτουν και κλαδεύουν κι' ανησυχήσαμε!οι πίνουν και μεθάνε — посл, одни сажают, а другие плоды пожинают;
ανησυχήσαμε!α λογαριάζει ο γάιδαρος κι· ανησυχήσαμε!α ο γαϊδουριάρης — или ανησυχήσαμε!οι μεν βουλαί ανθρώπων ανησυχήσαμε!α δε θεός κελεύει — посл, человек предполагает, а бог располагает;
ανησυχήσαμε!α τα μάτια τού λαγού κι· ανησυχήσαμε!α της κουκουβάγιας посл ≈ — то, да не то;
Федот, да не тот;2. (ο) 1) кто-то; кто-нибудь;ανησυχήσαμε!οι μεν..., ανησυχήσαμε!οι δε — кто... кто...; — одни... другие...;
ανησυχήσαμε!οι διαβάζουν ανησυχήσαμε!οι γράφουν — кто читает, кто пишет;
ανησυχήσαμε! δεν θέλει να εργασθεί πώς θα τον εξαναγκάσεις; — если кто-то не хочет работать, разве его заставишь?;
2) другой; иной;κάποιος ανησυχήσαμε! — кто-то другой;
καί ο ένας και ο ανησυχήσαμε! — и тот и другой;
ούτε ο ένας ούτε ο ανησυχήσαμε! — ни один ни другой;
ο ένας... ο ανησυχήσαμε!... — один... другой...;
φροντίζω γιά τούς ανησυχήσαμε!ους — заботиться о других;
σ' ανησυχήσαμε!ον αυτό μπορεί να μην αρέσει — иному это может не понравиться;
ο ένας μετά τον ανησυχήσαμε!ον — или ο ένας κατόπιν τού ανησυχήσαμε!ου — или ο ένας πίσω απ· τον ανησυχήσαμε!ο — друг за другом, один за другим;
ο ένας από τον ανησυχήσαμε!ον — друг от друга;
ο ένας στον ανησυχήσαμε!ον — друг другу;
ο ένας τον ανησυχήσαμε!ον — или ο μιά την ανησυχήσαμε!η — или τό ένα το ανησυχήσαμε!ο — друг друга, один другого;
ο ένας γιά τον ανησυχήσαμε!ον — друг о друге;
ο ένας κοντά στον ανησυχήσαμε!ον — а) один около другого, друг около друга; — б) один за другим, друг за другом;
ο ένας επάνω στον ανησυχήσαμε!ο — один на другом, друг на друге;
ο ένας ενάντια στον ανησυχήσαμε!ο — или ο ένας κατά τού ανησυχήσαμε!ου — друг на друга, друг против друга, один против другого;
ο ένας με τον ανησυχήσαμε!ο (η μιά με την ανησυχήσαμε!η, το ένα με το άλλο) — а) друг с другом;
б) в среднем;τα καρπούζια μου κοστίζουν μιά δραχμή το ένα με το ανησυχήσαμε!ο — мои арбузы стоят в среднем по одной драхме за штуку
-
119 передать
-дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. передал, -ла, -ло, προστκ. передай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переданный, βρ: -дан, -а, -оρ.σ.μ.1. μεταδίνω•передать друг другу μεταδίνω ο ένας στον άλλον•
передать с рук на руки μεταδίνω από χέρι, σε χέρι.
|| εγχειρίζω, δίνω στα χέρια•передать записку δίνω το σημείωμα στα χέρια-.
μεταβιβάζω, μεταφέρω•передать свой права наследникам παλ. μεταβιβάζω τα δικαιώματα μου στους κληρονόμους.
|| στέλλω, ρίχνω, κατευθύνω•передать мяч на правую половину шля στέλλω την ποδόσφαιρα στο δεξιό μέρος του γηπέδου (πέρα από το κέντρο).
2. ανακοινώνω•передать известие μεταδίνω την είδηση.
|| διαβιβάζω•-айте мой привет μεταδόστε τους χαιρετισμούς μου.
|| εκθέτω• διατυπώνω ερμηνεύω•правильно -ал мысль автора σωστά αυτός ερμήνευσε τη σκέψη του συγγραφέα.
3. αναπαρασταίνω, απεικονίζω. || μεταδίνω. (με διάφορα μέσα)•передать по семафору μεταδίνω με το σηματοδότη•
передать концерт по телевидению μεταδίνω συναυλία από την τηλεόραση.
|| διαδίνω•передать инфекцию μεταδίνω τη μόλυνση.
4. παραδίνω•передать дело в суд παραδίνω την υπόθεση στο δικαστήριο.
5. πληρώνω παραπάνω•передать три рубля при покупке δίνω τρία ρούβλια περισσότερα στο αγόρασμα.
|| παλ. βάζω, προσθέτωπαραπάνω.1. μεταδίνομαι, μεταβιβάζομαι•ненависть к врагу -лась от поколения к поколению το μίσος κατά του εχθρού μεταδόθηκε από γενεά σε γενεά;
2. παραδίνομαι•неприятельский батальон -лся нам το εχθρικότάγμα παραδόθηκε σε μας.
-
120 стать
стать 1стану, станешь ρ.σ.1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•стать у стены στέκομαι στον τοίχο•
стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•
стать в очередь στέκομαι στη σειρά•
стать на пост στέκομαι στο πόστο.
|| σηκώνομαι, εγείρομαι•стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•
стать на колени στέκομαι στα γόνατα.
2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•стать легерем στρατοπεδεύω•
стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.
|| καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.
|| ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.
|| παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•стал ветер σηκώθηκε άνεμος•
стала буря σηκώθηκε θύελλα•
-ли волны σηκώθηκαν κύματα.
|| (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•-ла ночь νύχτωσε•
скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.
5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.
|| παύω•часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•
мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•
стать работу σταματώ τη δουλειά.
|| (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).6. (απλ.) στοιχίζω.εκφρ.стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•стать на квартиру к кому – βλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•стать на путь – βλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•стать у власти – παίρνω την εξουσία.стать 2стану, станешь ρ.σ.1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•я стал писать άρχισα να γράφω•
он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.
2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•я не стану слушать δε θαυπακούω.
3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.
5. παλ. αρκώ, φτάνω•табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.
εκφρ.стало быть – κ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•- ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).стать 3-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,εκφρ.под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.
См. также в других словарях:
κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ιστορίας του Κυπριακού Νομίσματος — Στεγάζεται σε ένα μικρό χώρο του ισογείου στο κτίριο διοίκησης της Τράπεζας Κύπρου (Στασίνου 51, Αγία Παρασκευή Λευκωσίας). Η πλούσια συλλογή παρουσιάζεται σε εννέα ιστορικές ενότητες, που συνοδεύονται από ενημερωτικά κείμενα. Τα νομίσματα… … Dictionary of Greek
Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… … Dictionary of Greek
ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… … Dictionary of Greek
διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
Διονύσου, θέατρο του- — Αρχαίο θέατρο της Αθήνας, στους νότιους πρόποδες της Ακρόπολης. Το θέατρο αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1838. Σήμερα διασώζονται τα κύρια αρχιτεκτονικά του στοιχεία, όπως η ορχήστρα, το κοίλο και η σκηνή. Οι πληροφορίες σχετικά … Dictionary of Greek
Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου … Dictionary of Greek
Θανάτου, Κοιλάδα του- — (Death Valley). Βαθύ τεκτονικό ρήγμα στη νοτιοανατολική Καλιφόρνια των ΗΠΑ, κοντά στα σύνορα Καλιφόρνια και Νεβάδα. Εκτείνεται από τα Β προς τα Ν σε μήκος περίπου 225 χλμ., ενώ το πλάτος της κυμαίνεται από 6 έως 26 χλμ. Πλαισιώνεται από τις… … Dictionary of Greek
Λεοπόλδος του Μπάμπενμπουργκ — Όνομα μαργράβων (τίτλος ευγενείας και το αξίωμα του διοικητή παραμεθόριων περιοχών στην Ευρώπη, ανάλογο με τον βυζαντινό ακρίτα) της Αυστρίας, μελών του οίκου των Μπάμπενμπουργκ, ο οποίος ηγεμόνευσε στην Αυστρία από το 976 έως το 1246, με έδρα το … Dictionary of Greek