Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατώρα

См. также в других словарях:

  • κατώρα — κατώρᾱ , καθοράω look down imperf ind act 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθορώ — (AM καθορῶ, άω, Α ιων. τ. κατορῶ, άω) 1. βλέπω κάτι καλά, με ευκρίνεια, διακρίνω («κατώρα πᾱν μὲν οὐ τὸ στρατόπεδον», Ηρόδ.) 2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι («ὁ δὲ δῆμος ὑπὸ τοῡ πολέμου καὶ τῆς ὁμίχλης ἃ πανουργεῑς μὴ καθορᾷ σου», Αριστοφ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»